Το παιδί Το μικρό αυτοκίνητο έμπαινε στην Πόλη. Επέστρεφε. Σαν από εκδρομή, κάτι τέτοιο. Μέσα φίλοι διάφοροι, δυο τρεις. Και μεταξύ αυτών, Πατέρας και ο Γυιός του. Όταν φτάσαν στα πρώτα κράσπεδα, κει δεξιά, κάνε άκρη το αμάξι να κατέβει το Παιδί να πάει στο δικό του το Σπίτι. Να σ' αφήσουμε εδώ; Καλά είναι; Ναι, καλά. Κατεβαίνει αυτό, μιλιά δε λέει, κι ετοιμάζεται το αυτοκίνητο να ξεκινήσει. Πώς όταν κάποιος μάς κοιτά και, σαν κάτι να μας ειδοποιεί, γυρνάμε και μεις και τον κοιτάμε; Ακριβώς έτσι, γυρνάει ο Πατέρας ολόκληρος, πούν' το Παιδί; Ανοίγει την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου και πετάγεται έξω. Αλαφιασμένος. Εμείς δεν έχουμε χρόνο, τον ειδοποιούν οι φίλοι στο αυτοκίνητο που είχε ήδη ξεκινήσει. Μωρ' δεν πα να φύγετε. Τρέχει στο Παιδί. Αυτό ήταν καθισμένο στην άκρη στην άσφαλτο. Γερτό, με τον αγκώνα να στηρίζεται ένα σκαλί πιο πάνω, στο πεζοδρόμιο. Με το λευκό του το φανελάκι. Τα πόδια του ένα κουβάρι νεκρά. Από τη μέση και κάτω παραλυμένο. Ούτε να κινηθεί, ούτε ...
επί παντός