Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το παιδί




Το παιδί

Το μικρό αυτοκίνητο έμπαινε στην Πόλη. Επέστρεφε. Σαν από εκδρομή, κάτι τέτοιο. Μέσα φίλοι διάφοροι, δυο τρεις. Και μεταξύ αυτών, Πατέρας και ο Γυιός του.

Όταν φτάσαν στα πρώτα κράσπεδα, κει δεξιά, κάνε άκρη το αμάξι να κατέβει το Παιδί να πάει στο δικό του το Σπίτι. Να σ' αφήσουμε εδώ; Καλά είναι;

Ναι, καλά. Κατεβαίνει αυτό, μιλιά δε λέει, κι ετοιμάζεται το αυτοκίνητο να ξεκινήσει.

Πώς όταν κάποιος μάς κοιτά και, σαν κάτι να μας ειδοποιεί, γυρνάμε και μεις και τον κοιτάμε; Ακριβώς έτσι, γυρνάει ο Πατέρας ολόκληρος, πούν' το Παιδί;

Ανοίγει την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου και πετάγεται έξω. Αλαφιασμένος. Εμείς δεν έχουμε χρόνο, τον ειδοποιούν οι φίλοι στο αυτοκίνητο που είχε ήδη ξεκινήσει. Μωρ' δεν πα να φύγετε.

Τρέχει στο Παιδί. Αυτό ήταν καθισμένο στην άκρη στην άσφαλτο. Γερτό, με τον αγκώνα να στηρίζεται ένα σκαλί πιο πάνω, στο πεζοδρόμιο. Με το λευκό του το φανελάκι. Τα πόδια του ένα κουβάρι νεκρά. Από τη μέση και κάτω παραλυμένο. Ούτε να κινηθεί, ούτε να πάει πουθενά. Χαμογελαστό. Σαν τους γενναίους. Ό,τι βρέξει ας βρέξει.

Σαν τρελός ο Πατέρας. Όρμηξε. Το σήκωσε στην αγκαλιά του, αγάπη μου, του λέει, αγάπη μου. Και το φίλαγε, το 'σφιγγε. Δε θα σ' αφήσω εδώ. Σπίτι μου θα σε πάρω. Στον Οίκο μου. Να σ' αγαπάω όλη μέρα.

Σα να 'ταν τα λόγια φως. Ο μυϊκός τόνος επανήλθε με μιας. Τα ποδαράκια του Παιδιού άρχισαν να κινούνται μες την αγκαλιά του Πατέρα. Να ζωντανεύουν.

Δύναμη που 'χουν τα πράματα. Δόξα τω Θεώ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.