Εἴθ᾽ ὤφελ᾽ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος Κόλχων ἐς αἶαν κυανέας Συμπληγάδας... Κι όμως. Η Αργώ πέταξε. Πέρασε τις μαύρες Συμπληγάδες. Προνευστασμός. Σκαμπανέβασμα. Πέταγμα και βύθισμα, κατά τον διαμήκη άξονα του σκάφους. Τα βράχια ν' ανοίγουν και να κλείνουν. Μια να τα βλέπεις σαν έτοιμα να σε συντρίψουν. Κι ύστερα ο ουρανός, λες και όρμησες να πετάξεις και πουθενά δεν πατάει το πλοίο. Και μετά η βύθιση. Στο μαύρο το νερό που έχει μεριάσει να σε καταπιεί. Χάος. Κι ύστερα πάλι από την αρχή. Βράχια, ουρανός, το μαύρο το νερό. Πώς να περάσεις; Κι όμως. Η Αργώ πέρασε. Και φάνηκε στ' ακροθαλάσσι της Κολχίδας. Τα παλικάρια σηκώσαν τα κουπιά στον αέρα. Τράβηξαν το σκάφος στα ρηχά. Όρισαν βάρδιες. Απλώσαν τα σκουτιά να στεγνώνουν. Βγήκαν να λιάζονται. Μπράτσα, στήθη, και μαλλιά βρεγμένα. Και πέρασε ο Ιάσονας στη χώρα του Αιήτη. Που να μην έσωνε. Τον είδε η νια η μάγισσα η κόρη του κι έχασε το φως της. Τον λεβέντη. Τον μυαλωμένο. Τον ομορφάντρα τον πολιτισμένο. Από τη χώρα του κανόνα και ...
επί παντός