Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Εξαιρετική συνέντευξη

Εξαιρετική η συνέντευξή σου απόψε. Σε βρήκα πραγματικά ευπροσήγορο. Απευθύνθηκες στους δημοσιογράφους με ευγένεια και θετική διάθεση.

Παρεμπιπτόντως, αυτό θα πει «ευπροσήγορος». Ήπιος, φιλικός, προσηνής - όλα αυτά. Πρόθυμος για τα θετικά. Το λαμόγιο που ανέφερες, πούλησε γνωριμίες σε ανθρώπους όχι «ευπροσήγορους», όπως είπες αλλά «ευεπίφορους». Δηλαδή εκ της λιγούρας τους ευάλωτους. Έτοιμους να εξαπατηθούν. Έμπλεξες τον ευπροσήγορο με τον ευεπίφορο. Δε βαριέσαι. Μακριές, μεγάλες λέξεις. Κι εκείνη τη μέρα είχατε κατάληψη.

Σε βρήκα, λοιπόν, ευπροσήγορο. Θετικό. Σχεδόν απολογητικό. Πού το υφάκι εκείνο που σου κόστισε τα μαλλιοκέφαλά σου. Πού η αλαζονεία. Πού οι βεβαιότητες. Πού το θετικό πρόσημο. Πού το ηθικό πλεονέκτημα. Πού η μαγκιά. Άλλος άνθρωπος ήταν αυτός ο σημερινός. Βέβαια. Εννιά μονάδες είναι πολλές. Μας αλλάζουν τη ζωή.

Κι όμως. Κάτι εμένα μου λέει ότι δεν το πήρες το μήνυμα. Δεν το ’πιασες το υπονοούμενο. Γιατί, λίγο πριν ανοίξω την τηλεόραση να σε δω, διάβαζα μια συνέντευξή σου στην εφημερίδα.

«Είναι κατανοητή η δυσαρέσκεια και ο εκνευρισμός (σ.σ. της μεσαίας τάξης). Κατανοητό και θεμιτό να έχουν μεγαλύτερες προσδοκίες, και κυρίως από εμάς, αλλά σήμερα έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε μια κυβέρνηση η οποία έδωσε τη δυνατότητα να βγούμε από τη χρεοκοπία και να είναι ανοιχτός ο ορίζοντας μπροστά μας και σε αυτούς που χρεοκόπησαν τη χώρα και την οδήγησαν σε μια μεγάλη περιπέτεια και λεηλασία».

Κατάλαβες γιατί δε σου ’χω εμπιστοσύνη, να παρ’ η ευχή; Δε σκέφτεσαι καλά. Και μου κάνεις και πονηριές. Κλεψιές.

Άκουσέ με τώρα που έγινες ευπροσήγορος, λοιπόν. Έτσι μπράβο. Χαίρομαι που δε μου σμίγεις τα φρυδάκια σου, με το ύφος εκείνο, όλο δίκιο και φροντίδα και βεβαιότητα και αγανάχτηση. Και χαίρομαι που δε διορθώνεις τα μικρόφωνα. Είναι μια καλή αρχή.

Πάμε, λοιπόν.

«Είναι κατανοητή η δυσαρέσκεια και ο εκνευρισμός».

Στραβά ξεκινάς. «Είναι κατανοητό που μου είστε θυμωμένοι». Σα δασκάλα στο δημοτικό, έτσι; Ότι εσύ θα την υπομείνεις την αγνωμοσύνη του λαουτζίκου, σωστά; Αυτό λες; Ότι δηλαδή για λάθος λόγο είμαστε ζοχαδιασμένοι;

«Της μεσαίας τάξης».

Εδώ θα σε πάω πολύ μαλακά. Ξέρεις ότι πρόκειται για τη ραχοκοκαλιά του πολιτεύματος, δεν το ξέρεις; Και θες να πιστέψω ότι σου διέφυγε; Θες να με πείσεις ότι δεν προσπάθησες επίτηδες να την ξεκληρίσεις; Όμως θα το προσπεράσω. Γιατί μ’ αυτό το ζήτημα και μόνο, μπορούμε να γράψουμε βιβλίο. Πάμε παρακάτω, και θα καταλάβεις.

«Κατανοητό και θεμιτό να έχουν μεγαλύτερες προσδοκίες, και κυρίως από εμάς».

Ιησού μου, εσύ. Χριστούλη μου. Άρον τον σταυρόν τού μαρτυρίου σου. Ότι και καλά (εσείς) είστε αυτοί από τους οποίους (η μεσαία τάξη) είχε μεγάλες προσδοκίες.

Άκου για να μη μπερδεύεσαι: δε θέλω να σε στενοχωρήσω αλλά η μεσαία τάξη δεν είχε καθόλου μεγάλες προσδοκίες από σάς, όπως το θέτεις. Καθόλου. Μεγάλες προσδοκίες, ναι. Αλλά όχι από σάς. Μην ψήνεσαι ότι κάτι εμπνεύσατε. Ουδέποτε έπαιξε κάτι τέτοιο, ψυχούλα μου. Καμία σχέση. Απλώς δεν υπήρχε επιλογή. Δεν υπήρχε καπετάνιος εκείνη την ώρα - πού να το εμπιστευτείς το καράβι. Και νάσου και περνούσατε οι δόκιμοι από τη σχολή. Λίγο ανίκανοι, λίγο φωνακλάδες, λογχίζω, ντο! Δεν περάσατε κάποια δοκιμασία πριν αναλάβετε. Σιγά μην είστε ικανοί να περάσετε κι από δοκιμασίες. Απλά έπεσε η σκέψη ότι οι αδοκίμαστοι, οι παρθένοι, οι αμόλυντοι, αν και θρησκευάμενοι, ή ίσως και εξ αυτού του λόγου, θα το κουμαντάρατε το καράβι με την αγωνία του νέου. Ίσως θρησκόληπτα. Ίσως μονόχνωτα. Στραβογαλάδικα. Αδέξια. Αλλά επειδή θα ήταν η πρώτη σας, θα προσέχατε. Θα δίνατε το αίμα σας. Οι καλογυαλισμένοι, οι ψάρακες, που μόλις βγήκαν από τη Ναυτικών Δοκίμων. Αυτό ήταν το ζητούμενο, αγόρι μου. Δε μπορεί αυτοί εδώ να κάνουν ό,τι κάναν κι οι προηγούμενοι. Αυτή ήταν η σκέψη.

Σκέψη που αποδείχτηκε λανθασμένη. Οι μισοί ήσασταν περισσότερο ιερωμένοι απ’ ότι μπορούσε να συλλάβει η φαντασία. Ταλιμπάν, μιλάμε. Σαρία. Όπως το λεν ευγενικά οι ψυχίατροι: μη λειτουργικοί. Λιαζόσαστε στις πλατείες. Καμία επαφή. Και οι άλλοι μισοί, επιτέλους ήρθε η ώρα μας. Ύπουλοι. Να προπαρασκευόπουλοι την εξουσία μας και να γαβρόγλουμε την παιδεία μας, γιατί μόνο έτσι θα ξαναπάρουμε εκλογές, και γιατί έτσι θα κερδίζουμε εκλογές εσαεί. Και να αναλογικώσουμε τους εκλογικούς μας νόμους γιατί μόνο στο μπάχαλο και την ακυβερνησία μπορούμε να ελπίζουμε. Εμπρός στον έτσι που χάραξε ο κουφοτέτοιος. Δώσε και μένα καμιά άδεια μπάρμπα, κι εγώ ψυχή εγκληματία έχω. Σου τον διαβαίνω εγώ τον ρουβίκωνα στο πιτς φιτίλι.

«Αλλά σήμερα έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε μια κυβέρνηση η οποία έδωσε τη δυνατότητα να βγούμε από τη χρεοκοπία...».

Ώπα, παλικάρι. Όχι και έδωσε τη δυνατότητα να βγούμε από τη χρεοκοπία. Με τα καμώματά σας μπήκε η χώρα βαθύτερα στη χρεοκοπία. Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω; Το λακαζάνι που βράζει; Τον χοροπηδηχτό τον εφιάλτη; Παραλίγο να το κλείσουμε το κατάστημα. Ακόμη πετάγομαι στον ύπνο μου. Δόξα τω Θεώ που ο Κανονικός το είχε δέσει το πράμα και ήρθαν απ’ έξω και σας τρίψαν τη μούρη στα κακά σας, όπως κάνουμε με τα γατιά, και δεν ξαναχέσατε έξω από τη χέστρα. Θυμώσατε, αλλά ξίδι. Το κόμμα διαλύθηκε, αλλά και πάλι ξίδι. Τι να το κάνουμε το κόμμα, σωστά; Αφού την έχουμε την εξουσία. Το κόμμα παρέλκει. Καλά δεν τα λέω, καμάρι μου;

Ότι θα ’ρχόταν μέρα που θα δάκρυζα στη μνήμη του Κανονικού, αυτό δε μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα το κατάφερνες.

Και ποια δυνατότητα να βγούμε από τη χρεοκοπία, βρε θεομπαίχτη; Καλά, τα πιστεύεις βρε αυτά που λες; Ξέρεις πότε θα σε παραδεχόμουνα; Αν είχατε πάρει και την ευθύνη για το πλάνο, και το βάζατε να δουλέψει. Αμ δε. Αντιμνημονιακοί το παίζατε. Τι εφεύρεση! Τι κουρντίζεις χορδές βρε; Ή ξέρεις ότι το μόνο που μπορεί να γίνει είναι αυτό, οπότε παίρνεις και την ευθύνη και το κάνεις, ή κάνεις την επανάσταση και γίνεσαι ο πρώτος και ο καλύτερος. Πες το βρε. Ή το ’να ή τ’ άλλο. Τι ήξεις αφήξεις είναι αυτά; Τι τούμπες και κωλοτούμπες; Εσύ δεν είσαι που δεν ψήφισες Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να κλείσει η Βουλή; Ξέρεις βρε τι υποσχόσουνα εκείνη τη στιγμή; Ε; Ξέρεις;

Ένα πράμα θα σου πίστωνα, αγαπητέ. Ότι έκλεισες τη βόρεια πληγή, εκείνη που είχε ανοίξει εκείνη η άλλη η λέρα που τώρα κάνει πως κοιτάει αλλού. Που μας έβγαλε την ψυχή και μας ανέβασε στα κάγκελα. Αλλά και πάλι! Και πάλι! Ένα καλό πήγες να κάνεις, αλλά δε σ’ αφήνει η φύση σου. Το είδες ευκαιρία να διαλύσεις τους άλλους. Γιατί έτσι τα βλέπεις τα πράματα. Βλέπεις δικούς και άλλους. Κατάλαβες γιατί δε σ’ εμπιστεύομαι; Το πιάνεις τώρα; Γιατί έχεις δικούς σου σκοπούς. Μονοσάνδαλε.

«...και [από την άλλη μεριά] σε αυτούς που χρεοκόπησαν τη χώρα και την οδήγησαν σε μια μεγάλη περιπέτεια και λεηλασία».

Σου φύλαξα το καλύτερο για το τέλος. Ή το χειρότερο. Όπως θες πάρ’ το. Αλλά δε βλέπω γιατί να σ’ αφήσω να πέσεις στα μαλακά ρε μπαγάσα. Αφού μου ’χεις αποδείξει ότι αν μπορούσες να με εξαφανίσεις, θα το ’χες κάνει. Χωρίς λύπη. Χωρίς αιδώ. Χωρίς περίσκεψη. Χωρίς δισταγμό. Γιατί απλώς έτσι λειτουργεί το μυαλό σου. Γιατί είσαι σταλινικούλης πουλάκι μου. Άκου το λοιπόν:

Ναι, τη στολή του καπετάνιου, την ώρα που πέσαμε στα βράχια, τη φορούσαν άλλοι. Κι εσένα σε είχαν στην απ’ έξω. Στην καρπαζιά. Δίκιο έχεις. Έλα όμως που αυτό είναι από τις μεγαλύτερες μεταμφιέσεις της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Εκπλήσσεσαι; Θα σου τα πω ναν τα κατανοήσεις.

Αμέσως μετά τον Κανονικό, για να μην πω και προς το τέλος της αρχής του, μεγάλη σύγχυση φάνηκε να πέφτει στο δοβλέτι. Γιατί πριν απ’ αυτόν, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, είχε διαπραχθεί φόνος. Κρίμα μεγάλο. Κι έκτοτε το φάντασμα πλανιόταν μες στο σπίτι. Τον είχαν αφήσει άκλαυτο και άθαφτο τον νεκρό τους οι ηττημένοι. Οι νικητές τούς είχαν πάρει τη ζωή. Και ποιον να πρωτοκλάψεις. Ποιον να πρωτοθάψεις. Τους είχαν εξορίσει. Τους είχαν εξοστρακίσει. Τους είχαν αφανίσει.

Και το φάντασμα θέριευε κι όλο και γύρευε. Έτσι είναι αυτά. Άμα δε θρηνήσεις να το εμπεδώσεις, θεριεύει. Και κάποια στιγμή μπαίνει μέσα σου. Σε καταλαμβάνει. Σε κατοικεί. Ο ζωντανός αρχίζει να μιλάει τα λόγια του άκλαυτου του πεθαμένου και να πράττει κατά τις πράξεις του. Με μανία. Με βία. Ανεξήγητα. Απρόσμενα. Τρόμος. Βλέπεις άλλον άνθρωπο απ’ αυτόν που ήξερες. Και φρικάρεις. Τι έπαθε τώρα; αναρωτιέσαι.

Ξες πως είναι αυτά τα πράματα, δεν ξέρεις; Αμ ξέρεις. Πολύ καλά. Ξέρεις και παραξέρεις. Ξέρεις τι παθαίνει όποιος δε θάβει τους αγαπημένους του κανονικά. Με φροντίδα. Με κηδεία. Βέβαια ξέρεις. Και ξέρεις, και το χρησιμοποίησες κιόλας.

Δεν είσαι ο πρώτος. Πριν από σένα τα χρησιμοποίησε αυτά ο κρυφός μέντοράς σου. Ο γιος του ανέκδοτου. Έξω οι βάσεις. Πρώτος και καλύτερος. Γιούργια στα θερινά ανάκτορα. Αμπέχωνα όλοι. Και ενικός. Και άρβυλα. Και δεν δικαιούσθε δια να ομιλείτε. Και τέρμα οι Γενικοί Διευθυντές. Γιατί; Γιατί έτσι.

Απίστευτος! Μέγας! Σου λέει, θα βάλω Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον αντιστασιακό εισαγγελέα. Ποιοι θεσμοί; Αρκεί να αποδείξω ότι, αν και κυβέρνηση, εγώ είμαι ο αντιπολιτευόμενος. Αρκεί να κρατήσω το όνειρο ζωντανό. Να συντηρήσω το φάντασμα άθαφτο. Γιατί το φάντασμα είναι που με εκλέγει.

Ξες απ’ αυτά, πώς δεν ξέρεις. Μη μου σμίγεις εμένα τα φρυδάκια, παλιόπαιδο. Τι κουβάλησες το λείψανο, τον πεθαμένο τον οπλαρχηγό μέχρι τη Λαμία, εβδομηνταπέντε χρόνια μετά, ε; Γιατί «ανατριχιαστικά επίκαιρος»; Είδες που ξέρεις και παραξέρεις, σταλίνα; Είδες που το κάνεις επίτηδες; Άντε μη σ’ αρχίσω.

Έλεγα ότι σου φύλαξα το χειρότερο για το τέλος. Άκου λοιπόν: με το φάντασμα να κυκλοφορεί ελεύθερο και τους διάφορους σαν εσένα να το γαργαλάνε και να του κάνουν τα χατίρια, η σαπίλα εισήλθε παντού. Έγινε πολιτική, έγινε δίκιο, έγινε τέχνη, έγινε αριστερίλα, έγινε γινάτι, έγινε εκδημοκρατισμός. Ποιος λοιπόν εκτροχίασε τη χώρα; Η νοοτροπία σου, φίλε. Εσύ. Καταλαβαίνεις τώρα ποιος κυβερνούσε όλον αυτόν τον καιρό; Κατάλαβες ποιος έριξε τη χώρα στα βράχια; Τα μυαλά σου. Ο τρόπος που σκέφτεσαι. Ναι, δεν ήσουνα εσύ προσωπικώς. Ήταν άλλοι.

Ο δάσκαλός σου ο δαιμονικός, που τα ’κανε μπάχαλο, μετά ο βραχύς ο άφωνος, ο σεμνός και ταπεινός, που προσέλαβε τους πάντες και τα πάντα, ύστερα ο χαζούλης με το άι παντ που δεν καταλάβαινε ο καημένος, κι ύστερα μας προέκυψες εσύ. Εσύ και η προκοπή. Ε, δε μας δουλεύεις; Ένα πράμα θα σου αναγνωρίσω: είσαι ο χειρότερος. Ο πιο ξεγυμνωμένος. Η δική σου η πολιτεία μας ξύπνησε όλους. Κατάλαβες γιατί έχουμε θυμώσει δυο γενιές άνθρωποι; Γιατί είσαι η επιτομή, χειρότερε.

Όλα λοιπόν αυτά τα χρόνια, εσύ κυβερνούσες. Και μην κάνεις πως δεν ξέρεις. Εσένα είχαν όλοι στο νου τους. Μη φωνάξεις. Μη σκούξεις. Μην κλάψεις. Μη διαδηλώσεις. Να σου κάνουν τα χατίρια. Να σε προσλάβουν. Να σου δώσουν αύξηση. Μην κλείσεις το δρόμο. Μη διαμαρτυρηθείς. Μην το ’να. Μην τ’ άλλο.

Άκουσε τώρα.

Μάζευ’ τα και άμε. Παφ. Εχάθης. Αυτή είναι η μοίρα του τίποτα. Στο τίποτα επιστρέφει. Νέο παιδί και επέλεξες πτώματα να ταϊστείς. Πού σου ’ρθε ρε πουλάκι μου; Πήγαινε. Άσε μας ν’ αναπνεύσουμε. Έχουμε του κόσμου τη δουλειά να κάνουμε. Χρειαζόμαστε συγκέντρωση και σκέψη.

Κλείσε την πόρτα μαλακά. Δε μπορώ τους θορύβους. Μετά από τόσο κουρνιαχτό που σήκωσες. Το καλύτερο είναι τώρα να πάψεις. Να γίνει ησυχία. Να περάσει ο καιρός. Και βλέπουμε. Άιντε. Μικρός είσαι. Έχει ο Θεός. Άντε αγάπη μου. Μάζευ’ τα και χάσου. Η Κόρινθος σε περιμένει.

Μαλακά την πόρτα, είπα. Σε παρακαλώ.

---------------------
Επικαιρότητα: Παραμονές Βουλευτικών Εκλογών 2019




















Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.