Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μήδεια



Εἴθ᾽ ὤφελ᾽ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος

Κόλχων ἐς αἶαν κυανέας Συμπληγάδας...

Κι όμως. Η Αργώ πέταξε. Πέρασε τις μαύρες Συμπληγάδες. Προνευστασμός. Σκαμπανέβασμα. Πέταγμα και βύθισμα, κατά τον διαμήκη άξονα του σκάφους. Τα βράχια ν' ανοίγουν και να κλείνουν. Μια να τα βλέπεις σαν έτοιμα να σε συντρίψουν. Κι ύστερα ο ουρανός, λες και όρμησες να πετάξεις και πουθενά δεν πατάει το πλοίο. Και μετά η βύθιση. Στο μαύρο το νερό που έχει μεριάσει να σε καταπιεί. Χάος. Κι ύστερα πάλι από την αρχή. Βράχια, ουρανός, το μαύρο το νερό. Πώς να περάσεις;

Κι όμως. Η Αργώ πέρασε. Και φάνηκε στ' ακροθαλάσσι της Κολχίδας. Τα παλικάρια σηκώσαν τα κουπιά στον αέρα. Τράβηξαν το σκάφος στα ρηχά. Όρισαν βάρδιες. Απλώσαν τα σκουτιά να στεγνώνουν. Βγήκαν να λιάζονται. Μπράτσα, στήθη, και μαλλιά βρεγμένα. Και πέρασε ο Ιάσονας στη χώρα του Αιήτη.

Που να μην έσωνε.

Τον είδε η νια η μάγισσα η κόρη του κι έχασε το φως της. Τον λεβέντη. Τον μυαλωμένο. Τον ομορφάντρα τον πολιτισμένο. Από τη χώρα του κανόνα και του διαβήτη, του μέτρου και της μουσικής. Και χτύπησε η καρδιά της. Θα με πάρεις μαζί σου. Γυναίκα σου. Κι εγώ, ό,τι θες. Θα σε φροντίσω. Θα προνοήσω. Θα σου 'χω ότι πεις. Μέδουσα. Ξέρω απ' όλα τα μάγια.

Κι εκεινού η καρδιά χτύπησε. Τι κι αν είσαι κυβερνήτης. Πού αλλού να βρεις όνειρο να το ποθήσεις κι αυτό να σ' αγκαλιάζει στα δικά σου όνειρα θερμό. Τη χαμένη σου, την ξεχασμένη φύση, να σου την συνεγείρει, και μαζί της να πλέεις στο άγνωστο που εκείνη ξέρει. Μύθος.

Αγάπη μου. Να, πάρε αυτήν την αλοιφή ν' αλειφτείς, να μη σε κάψει η ανάσα των ταύρων. Κι όταν φυτρώσουν οι πολεμιστές καθώς θα σπέρνεις το χωράφι, πέτρα να πετάξεις ανάμεσά τους. Θα φονευτούν μεταξύ τους.

Αγάπη μου. Θα σου τον κοιμήσω εγώ το δράκο, να το πάρεις το χρυσόμαλλο δέρας.

Δε θα μας πιάσει ο πατέρας μου. Θα τον κόψω εγώ τον αδελφό μου κομματάκια. Και στη θάλασσα θα τα ρίχνω. Ο γέρος θα τα μαζεύει τρελαμένος. Και θα μας χάσει. Δική σου, αγάπη μου.

Γέρικο κριάρι κόβω κομμάτια κι ύστερα το ζωντανεύω, νεότερο και πρόσχαρο. Κι οι χαζές οι κόρες του Πελία κόβουν τον πατέρα τους να ξαναγεννηθεί κι αυτός ξανανιωμένος. Πάει ο γέρος. Σ' εκδικήθηκα, αγάπη μου.

Που να μην έσωνε.

Τους κυνήγησαν. Και βρήκαν καταφύγιο στην Κόρινθο. Κι εδώ ο Ιάσονας συνήλθε. Να κάνει το καλό στα παιδιά τους. Να 'ρθει σε γάμο με τη Γλαύκη. Την Κρέουσα του Κρέοντα.

Ιάσων. Ένας βασιλιάς που στην προσφυγιά ανταμώνει τη βασιλική του φάρα και συμμείγνυται, να σώσει τα παιδιά του τα προσφυγόπουλα. Να τους γεννήσει αδέλφια βασιλόπουλα. Και να σωθεί κι αυτός.

Μήδεια. Μια βασίλισσα που στην προσφυγιά έχει μοναχά τον άντρα της. Έχει προδώσει τη δική της φάρα. Γιατί πώς να 'ρθείς σε γάμο αν δε μακελέψεις τη φάρα σου. Και τώρα; Πού να πάει;

Ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί.


--------------------

«Μήδεια» στο Μπάγκειον.

Μήδεια στο Μπάγκειον. Τζούλη Σούμα, Γιώργος Σταυριανός, Κυριακή Καραλουκά, Νίκος Δερτιλής, Σταύρος Γιαννακόπουλος, Δημήτρης Γεωργαλάς, Πλάτων Ανδριτσάκης, Δημήτρης Ντάσιος, Φαίδρα Σούτου.

Φωτογραφία: Αγγελική Κοκοβέ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.