Κατεβαίνοντας τη Μάνα, το Βόλγα Επήγαμεν εις την Ρωσίαν. Μαζευτήκαμε κάμποσοι. Το ’να έφερε το άλλο, πιάσαμε το τραγούδι. Вниз по матушке, по Волге. Κατεβαίνοντας τη Μάνα, το Βόλγα, καθώς λεν τα στιχάκια. Που στο πλάτεμά του αλλάζει ο καιρός – ωχ, κι αλλάζουν όλα. Πιάνουν κύματα. Τίποτα δε βλέπεις... Μόνο μια βαρκούλα... Вниз по матушке по Волге, По широкому раздолью, Поднималась погода. Погодушка немалая, Немалая, волновая. Ничего в волнах не видно. Только лодочка чернеет. Только паруса белеют. На гребцах шляпы чернеют. Сам хозяин во наряде, В чёрном бархатном кафтане, Уж как взговорит хозяин: «Ну-те, грянемте, ребята, Вниз по матушке по Волге. Приворачивай, ребята, Ко крутому бережочку!» Και βάλε άλλο ένα και βαλε κι άλλο ένα. Καταλαβαίνεις τώρα. Μ’ ένα άθλιο κινητό η ηχογράφηση, αλλά δίνει το κλίμα. Για την ιστορία: τραγουδούσαμε στην κορυφή του τραπεζιού η αφεντιά μου, δεξιά μου εγώ, δίπλα ο υποφαινόμενος, και παρακάτω ο γράφων. Από την αριστερή μεριά, είχα εμένα και δίπλα μου το...