Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ηλιοστάσιο





Η Γη γυρίζει γύρω απ’ τον Ήλιο και γύρω απ’ τον εαυτό της. Εντάξει. Και γύρω απ’ τον εαυτό της στραβά. Υπό κλίση. Εντάξει. Και γύρω απ’ τον Ήλιο όχι κυκλικά. Είναι έλλειψη. Μισό χρόνο κοντά του και τον άλλο μισό μακριά. Εντάξει ρε φίλε. Το εμπεδώσαμε. Αν στεκόμουν πουθενά εκτός, έτσι θα το ’βλεπα και ’γώ. Και τι σου είναι ο άνθρωπος θα ’λεγα! Στέκομαι όμως απάνω στο σκάφος. Εκεί ’ναι το θέμα. Λοιπόν, εγώ γυρίζω; Όχι βέβαια. Αυτός είναι που γυρίζει γύρω μου. Το βλέπω με τα μάτια μου.

Κάθε μέρα βγαίνει από δεξιά μου όπως κάθομαι και κοιτάζω τον Βορρά —μη με ρωτήσεις τώρα γιατί κάθομαι και κοιτάζω τον Βορρά, έτσι το ’χω εγώ, χούι, όταν κάθομαι κάπου χαλαρά, Βόρεια κοιτάζω— βγαίνει λοιπόν από δεξιά, κάνει ένα τόξο στον ουρανό, ανεβαίνει, ανεβαίνει, ανεβαίνει, όσο μπορεί, κι ύστερα ξανακατεβαίνει και καταλήγει στην άλλη μεριά, αριστερά μου, και πάει και χάνεται πίσω απ’ τα βουνά.

Και κάθε μέρα αυτό το τόξο είναι όλο και ψηλότερο. Όλο κι ανεβαίνει ψηλότερα ο Ήλιος. Λες και κάθε μέρα παίρνει άλλη φόρα. Λες και κάθε βράδυ κατρακυλάει με όλο και μεγαλύτερη ορμή στο σκοτάδι από κάτω μας για να χρησιμοποιήσει τη φόρα του το πρωί και να πεταχτεί όσο πιο ψηλά μπορεί στον ουρανό. Όσο πιο ψηλά. Όλο και ψηλότερα.

Και δώσ’ του καταδύσεις, και δώσ’ του τινάγματα ψηλά την άλλη μέρα το πρωί. Λούνα παρκ. Όσο πιο ψηλά ανεβείς το μεσημέρι, τόσο περισσότερη φόρα αποχτάς όλο το απόγευμα, τόσο πιο γρήγορα κάνεις τη βόλτα σου από κάτω, μες στο σκοτάδι, και τόσο πιο νωρίς το πρωί εκτινάσσεσαι με όλο και μεγαλύτερη ορμή κι όλο και πιο ψηλά πας!

Και, κάθε σήμερα, κάθε 21 Ιουνίου, έχεις πάει όσο πιο ψηλά γίνεται. Σαν τις κούνιες. Πιο ψηλά δεν έχει. Κι εκεί σταματά η καρδιά σου. Λες κάτι θα ’παθε. Τι θα πει αυτό το σταμάτημα; Ηλίου στάσις. Παναγιά μου. Τώρα δηλαδή θ’ αρχίσει να πέφτει!

Ένα σταμάτημα. Μια γιορτή. Η πιο μεγάλη μέρα. Το μέγιστο ύψος. Το περισσότερο φως. Τρελή γιορτή, τόσο ψηλά. Γιατί από ’δω και μπρος θ’ αρχίσει να κατεβαίνει. Όλο και πιο πολύ χρόνο θα του τρώει η βόλτα πίσω κι από κάτω, στα σκοτεινά, κι όλο και λιγότερη φόρα θα ’χει τα πρωινά να βγει να τιναχτεί στους ουρανούς.

Δεν πειράζει. Καθόμαστε σε καλό οικόπεδο. Ζήσαμε με την προσμονή από τις 21 Δεκεμβρίου ώς σήμερα, και δε θα μας φανεί κι αμέσως τι θα γίνει από ’δώ και κάτω. Δε θα μας κάνει και μεγάλη εντύπωση. Μέχρι ν’ αρχίσουν οι πρώτες ψύχρες. Θα το ξανασκεφτούμε από Δεκαπενταύγουστο κι ύστερα.

Μέχρι τότε, έχει ο Θεός!



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.