Κάθε μέρα βγαίνει από δεξιά μου όπως κάθομαι και κοιτάζω τον Βορρά —μη με ρωτήσεις τώρα γιατί κάθομαι και κοιτάζω τον Βορρά, έτσι το ’χω εγώ, χούι, όταν κάθομαι κάπου χαλαρά, Βόρεια κοιτάζω— βγαίνει λοιπόν από δεξιά, κάνει ένα τόξο στον ουρανό, ανεβαίνει, ανεβαίνει, ανεβαίνει, όσο μπορεί, κι ύστερα ξανακατεβαίνει και καταλήγει στην άλλη μεριά, αριστερά μου, και πάει και χάνεται πίσω απ’ τα βουνά.
Και κάθε μέρα αυτό το τόξο είναι όλο και ψηλότερο. Όλο κι ανεβαίνει ψηλότερα ο Ήλιος. Λες και κάθε μέρα παίρνει άλλη φόρα. Λες και κάθε βράδυ κατρακυλάει με όλο και μεγαλύτερη ορμή στο σκοτάδι από κάτω μας για να χρησιμοποιήσει τη φόρα του το πρωί και να πεταχτεί όσο πιο ψηλά μπορεί στον ουρανό. Όσο πιο ψηλά. Όλο και ψηλότερα.
Και δώσ’ του καταδύσεις, και δώσ’ του τινάγματα ψηλά την άλλη μέρα το πρωί. Λούνα παρκ. Όσο πιο ψηλά ανεβείς το μεσημέρι, τόσο περισσότερη φόρα αποχτάς όλο το απόγευμα, τόσο πιο γρήγορα κάνεις τη βόλτα σου από κάτω, μες στο σκοτάδι, και τόσο πιο νωρίς το πρωί εκτινάσσεσαι με όλο και μεγαλύτερη ορμή κι όλο και πιο ψηλά πας!
Και, κάθε σήμερα, κάθε 21 Ιουνίου, έχεις πάει όσο πιο ψηλά γίνεται. Σαν τις κούνιες. Πιο ψηλά δεν έχει. Κι εκεί σταματά η καρδιά σου. Λες κάτι θα ’παθε. Τι θα πει αυτό το σταμάτημα; Ηλίου στάσις. Παναγιά μου. Τώρα δηλαδή θ’ αρχίσει να πέφτει!
Ένα σταμάτημα. Μια γιορτή. Η πιο μεγάλη μέρα. Το μέγιστο ύψος. Το περισσότερο φως. Τρελή γιορτή, τόσο ψηλά. Γιατί από ’δω και μπρος θ’ αρχίσει να κατεβαίνει. Όλο και πιο πολύ χρόνο θα του τρώει η βόλτα πίσω κι από κάτω, στα σκοτεινά, κι όλο και λιγότερη φόρα θα ’χει τα πρωινά να βγει να τιναχτεί στους ουρανούς.
Δεν πειράζει. Καθόμαστε σε καλό οικόπεδο. Ζήσαμε με την προσμονή από τις 21 Δεκεμβρίου ώς σήμερα, και δε θα μας φανεί κι αμέσως τι θα γίνει από ’δώ και κάτω. Δε θα μας κάνει και μεγάλη εντύπωση. Μέχρι ν’ αρχίσουν οι πρώτες ψύχρες. Θα το ξανασκεφτούμε από Δεκαπενταύγουστο κι ύστερα.
Μέχρι τότε, έχει ο Θεός!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου