
Τι θυμήθηκα σήμερα, μέρα που ’ναι!
Η προσφιλής μου απειλή προς τον υιόν μου —όσο ακόμη μ’ έπαιρνε να τον απειλώ— υπήρξε πάντοτε «θα σου πάρει ο διάολος τον πατέρα». Και, πράγμα περίεργον, έπιανε. Είναι, καταλαβαίνετε, θέμα εκφοράς. Αν το πεις με τον κατάλληλο τρόπο, τον κατάλληλο τονισμό... Αν σαν καλός ηθοποιός το πεις γεμάτος πάθος και με στανισλαφκική ταύτιση, τότε πιάνει. Το μήνυμα περνά!
Βέβαια, εσύ είσαι ο πατέρας, και ότι απειλείς το παιδί με τη δική σου εξαφάνιση, δε μπορεί, σίγουρα τον αφήνει με τη βεβαιότητα ότι δεν είναι δυνατόν εσύ να θανατώσεις εσένα. Είναι οξύμωρο. Ίσως είναι ένας καλός τρόπος να αφεθείς στ’ άγρια κύματα της απόλυτης οργής σου ενώ στην πραγματικότητα εκστομίζεις μπαρούφες. Ο πατέρας να απειλεί τον γιο του ότι θα του πάρει ο διάολος τον πατέρα!
Πάντα όμως αναρωτιόμουνα: πώς στην ευχή μπορεί αυτή να είναι μια τόσο βαριά απειλή; Τι έχει που μπορεί να κόψει τα ήπατα του νεαρού βλαστού που δοκιμάζει —και καλώς κάνει διότι εδώ που τα λέμε αυτή είναι η δουλειά του αν έχει λίγο μυαλό— που δοκιμάζει τα όρια; Κοινώς, που δοκιμάζει μέχρι πού τον παίρνει;
Πρέπει να υπάρχει κάτι πολύ βαρύ στην απειλή. Κάτι πολύ βαρύτερο από τον φόβο του ευνουχισμού, εκείνον που ενεργοποιείται όταν ένα πολύ ισχυρότερο από σένα σερνικό γίνεται έξαλλο μαζί σου. Παίζει κι αυτό, δε λέω. Αλλά η απειλή δεν είναι «θα σε αφαλοκόψω» ή «θα σε τσακίσω» ή δεν ξέρω ’γώ τι άλλο. Είναι «θα σου πάρει ο διάολος τον πατέρα»!
Tώρα που το θυμάμαι, δεν νομίζω να υπήρξε ποτέ τίποτε χειρότερο να φοβηθώ στη δική μου τη ζωή. Δε λέω, πλήθος οι φόβοι κι αμέτρητα τα άγχη. Ό,τι πέτρα σήκωνες, έναν φόβο είχε από κάτω. Αυτός εδώ όμως ο φόβος δεν παιζότανε. Να πεθάνει ο μπαμπάς; Ούτε να το πεις. Και μόνο η φράση, λες κι είχε μαγικά συναρτούμενα. Δυνάμεις απροσδιόριστες μπορεί να ενεργοποιούνταν και μόνο στο άκουσμα. Αποκλειόταν να ειπωθούν οι λέξεις. Δεν μπορούσες ν’ αντέξεις τον ήχο τους. Επρόκειτο για απειλη ολοκληρωτικής σου εξαφάνισης. Πώς θα συνέχιζες να υπάρχεις χωρίς μπαμπά; Άρα, «θα σου πάρει ο διάολος τον πατέρα» σήμαινε «θα πάψεις να υπάρχεις»!
Θυμήθηκα την Όντρεϊ. Έτσι λεγόταν. Ήμασταν πεντάχρονα. Στο νηπιαγωγείο. Κι ένα πρωί, έγινε το κακό. Ο πατέρας της Όντρεϊ είχε πεθάνει.
Εκείνη ήρθε στο σχολείο κανονικά. Καθόταν στην άκρη της αυλής. Μόνη της. Μπλε ποδίτσα κι άσπρο γιακαδάκι. Και κορδελίτσα στα μαλλιά. Λευκή. Που τα ’πιανε πάνω απ’ το μέτωπο κι έδενε πίσω στον αυχένα, κρατώντας έτσι το πρόσωπο καθαρό.
Μόνη της. Τα νέα είχαν διαδοθεί αμέσως. Και μόνη της την αφήσαμε. Στη σιωπή της. Γιατί αυτό που είχε συμβεί ήταν τρομερό. Και πού ξέραμε εμείς μήπως ήταν μεταδοτικό; Αν πήγαινες και καθόσουν κοντά της, μπορεί να πέθαινε κι ο δικός σου ο μπαμπάς. Α πα πα. Μακριά, λοιπόν. Κι όχι απλώς μακριά. Είναι και ρυπαρή. Αν με πλησιάσει, μπορεί να πεθάνει ο μπαμπάς μου. Είναι ύποπτη. Μπορεί να το πάθω και ’γώ.
Μακριά μου, Όντρεϊ. Τ’ ακούς; Μακριά μου! Είσαι τοσο άσχημη! Και τόσο κακιά! Και καταγέλαστη. Μακριά μου!
Συγχώρα με, Όντρεϊ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου