Εἶδον σπόρον ἐν γῇ ἀκουσίως ἐκπεσόντα, καὶ καρπὸν πολύν, καὶ εὐθαλῆ πεποιηκότα· ὥσπερ καὶ ἔμπαλιν. Σύρος αυτός. Λεβαντίνος. Από το Λεβάντε δηλαδή. Από την Ανατολή. Έτσι τα είπαν εκείνα τα μέρη, Ανατολική Μεσόγειο ή Δυτική Ασία, όπως θες πες το. Μείζων Συρία, βρε παιδί μου. Δυτικά του Ευφράτη και βόρεια της Αραβικής Ερήμου. Εκεί που σήμερα είναι Λίβανος, Ιορδανία, Συρία, Ισραήλ, Παλαιστίνη και κομμάτι Νότια Τουρκία. Όλο αυτό. Σύρος. Κι έγραφε ελληνικά. Διότι εκείνα τα χρόνια, τα μέρη αυτά είχαν περάσει από τα ελληνιστικά βασίλεια στους Ρωμαίους, κι από κει στους Ρωμαίους της Ανατολής, όρα Βυζάντιο. Οπότε δεν ετίθετο γλωσσικόν ζήτημα. Ελληνικά. Ήταν δηλαδή Ρωμαίος, ο φίλος. Και ήταν και Χριστιανός. Σπουδαία εφεύρεση το Βυζάντιο: τέτοια χρόνια, στον έκτον αιώνα δηλαδή, δεν πα να ’σουν απ’ όπου ήθελες. Ήσουν όμως Ρωμαίος πολίτης, ήσουν Χριστιανός και μιλούσες κι έγραφες ελληνικά. Άπαιχτο. Εν πάση περιπτώσει, ο δικός μας ήταν και διανοούμενος. Σηκώθηκε, μόλις στα δεκάξι του, και...