Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Λάζαρος

Κατεπείγον. Να επικοινωνήσει αμέσως.

Έτσι έλεγε το μήνυμα. Να επικοινωνήσει αμέσως. Το είχαν στείλει οι δυο αδελφές. Η Μάρθα και η Μαρία. Να επικοινωνήσει πάραυτα, τώρα. Ο φίλος του, ο Λάζαρος, δεν είναι καθόλου καλά.

Να παράπεσε; Να μην το είδε αυτή στη γραμματεία εγκαίρως; Να ’χε πρόβλημα το γουάι φάι εκείνη τη μέρα; Ό,τι και να ’γινε, δεν τον προλάβαμε. Πάει ο Λάζαρος. Όταν τα νέα φτάσαν στον παραλήπτη τους, είχε φτάσει και το επόμενο μήνυμα:

– Λάζαρος τέλος. Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε.

Καλά ντε, δεν είναι και προς θάνατον, είπε, και σηκώνεται και πάει στη Βηθανία. בֵּית עַנְיָה. Χωριό κοντά στην Ιερουσαλήμ. Βηθ είναι εξελληνισμένο μπεθ ή μπετ. Το δεύτερο γράμμα του εβραϊκού αμπτζάντ. Πανάρχαιο ιερογλυφικό. Που θα πει σπίτι, οίκος. Βηθλεέμ, Βηθεσδά, και λοιπά. Πολλοί σοφοί έχουν καυγαδίσει και κάποιοι επιμένουν ότι το υπόλοιπο, -ανία δηλαδή, έρχεται από παλιά συριακή ρίζα και θα πει φτώχεια. Βηθ-ανία. Το μέρος της φτώχειας. Μπορεί. العيزرية λένε στα αραβικά και το λύνουν το θέμα: Αλ Αζαρίγια. Η Πόλη του Λαζάρου. Απλά πράματα.

Σηκώνεται λοιπόν και πάει. Κλάματα, κακό. Ο Λάζαρος τεταρταίος. Τέσσερεις μέρες σαβανωμένος κι οι αδερφάδες να ολοφύρονται. Θρήνος. Τώρα; Τι του λες; Τα βάζεις μαζί του που ήρθε κατόπιν εορτής; Του την ψιλοείπαν:

– Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει.
– Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου, δε θ’ απέθνησκε ο αδελφός μου.

Αλλά τον καλοπιάσαν κι όλας. Χαζές ήταν; Δύσκολη ισορροπία. Και θλίψη και οργή μπορεί να σου ξεφύγει – άνθρωπος είσαι. Αλλά αν δε συμμαζευτείς να πιστέψεις, θαύμα δε γίνεται. Πανάρχαια συναλλαγή.

– Μα και τώρα εγώ πιστεύω, και καλότατα ηξεύρω
ότι δύνασαι, αν θελήσεις, και νεκρούς να αναστήσεις.

Όχι, δεν ήταν χαζές. Καλότατες. Ξέραν αυτές.

– Λάζαρε, δεῦρο ἔξω.

Αυτό ήταν. Κι από τότε βγάζουμε τις ελπίδες μας στους δρόμους. Καλότατοι κι εμείς. Βγαίνουν τα παιδιά και τριγυρνούν με το ομοίωμα του πεθαμένου. Ψωμάκι με τα χέρια σταυρωμένα νεκρικά και στα μαύρα μάτια σταφιδούλες. Και ψάλλουν τα τραγούδια του Λαζάρου και παινέματα και στολίδια, χαμός. Και βγάνουμε και τις κοπέλες, αυτές που φέτος ήρθαν και γίναν για στεφάνι, την τελευταία τελευταία εσοδεία, αυτές τις βγάνουμε στη γύρα, τις γελαστές με τ’ άσπρα δόντια, να τις δουν τα παλικάρια να τις βάλουν στόχο.

Καταγέλαστος ο θάνατος στα χεράκια των παιδιών. Κι ανίσχυρος μπροστά στα ολόδροσα κορίτσια που θα γεννοβολήσουν. Το φίλεμα είναι αυγά λαμπριάτικα και κουλούρια και καλούδια και λεφτά. Ακριβή η παρηγοριά. Αλλά πιάνει. Μπορεί ο Λάζαρος να μην ξαναγέλασε μετά απ’ όσα είδε στον Κάτω Κόσμο. Γελάμε όμως εμείς. Με τα παιδιά και τα κορίτσια. Κι ενθαρρυνόμαστε για την άλλη, τη μεγάλη Ανάσταση. Την οριστική.

Ὅπου Θεὸς [...] βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις. Ποιος είπε ότι τα μάγια είναι κακό πράμα; Αρκεί αυτός που τα κάνει να ’ναι κολλητός σου. Να τα ’χεις καλά μαζί του.

Και να γίνονται για καλό σκοπό.

Αλλάζει ο άνθρωπος;







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...