– Αφού βρε θ’ αναστηθεί, τι στενοχωριέσαι;
Έλα μου ντε. Προς τι η στενοχώρια, αφού θ’ αναστηθεί στο τέλος; Είναι δεδομένο, δεν είναι; Για τι ο θρήνος και ο σπαραγμός;
Είναι από τα μυστικά τα δύσκολα. Τα στριφνά. Πιάνεις έναν θεό και τον κάνεις αλήτη. Ανέστιο και πρόσφυγα. Και μετά τον σταυρώνεις, και καλά του κάνεις, τέτοιος που ήταν. Όλο μα και μου, και φιλοσοφίες κι εξυπνάδες, και πράματα που δεν τα κάνει ο κανονικός ο κόσμος. Χώρια που εκείνον τον καιρό —και κάθε καιρό— το όλο κόνσεπτ παίζει να είναι και γενικώς ανατρεπτική και ανεπιθύμητη δράσις.
Πιάνεις έναν θεό λοιπόν, τον κάνεις άνθρωπο, τα λέει παράξενα, και βεβαίως τον σταυρώνεις. Ο κέι.
Και μετά βάνεις τα κλάματα. Εδώ αρχίζουν τα μυστήρια. Γιατί τον σταύρωσες, ματάκια μου, άμα ήταν έκτοτε κάθε τέτοιον καιρό να σε παίρνει ο θρήνος; Επειδή τον σταύρωσες; Ατύχημα, πες. Έσπασε ο οξαποδώ το ποδάρι του, και πάει, σταυρώθηκε. Σφάλμα. Όχλος. Αλλά αφού θ’ αναστηθεί, τι χαλιέσαι;
Όοοοχι. Κάθε χρονιά τα ίδια. Θρήνος και κοπετός. Ανασύρεις όλα τα πένθη. Όλες τις στενοχώριες. Ό,τι έχεις στην καβάντζα. Και τις βιώνεις και τις ξαναβιώνεις. Και το άπαιχτο είναι ότι παράλληλα είσαι και καταχαρούμενος. Εξ αρχής καταχαρούμενος. Γιατί ξέρεις τι θα γίνει στο τέλος. Εμ τον σταυρώνεις, εμ θρηνείς και πενθείς, εμ είσαι και καταχαρούμενος γιατί ξέρεις το σενάριο. Εσύ δεν το ’χεις γράψει;
Θυμάμαι κάποτε μικρός είχαμε πάει σινεμά με τον μπαμπά μου και τη μαμά μου. Πολύ μικρός. Μπορεί και νήπιο – δε θυμάμαι. Είχαμε πάει να δούμε τον Λόρδο Τζιμ. Όλα λοιπόν πολύ ωραία και καλά διότι αυτός ήταν ένα παλικάρι από κείνα που τα κάνουν όλα και συμφέρουν, αλλά τον πιάναν και οι φόβοι του και τα ’κανε μούσκεμα – όχι σαν εκείνον τον άλλον που σταυρώθηκε στο τέλος – αλλά τέλος πάντων μην αλλάζουμε κουβέντα.
Το σημαντικό με τον Λόρδο Τζιμ —με την ταινία, δηλαδή— ήταν ότι σε κάποια σκηνή τον δένουν σ’ ένα δέντρο και τον βασανίζουν. Ε, αυτή τη σκηνή δε μπορούσα να την παρακολουθήσω με τίποτα. Κλάμα ο δικός σου, κι όλοι έξω από το σινεμά, μπαμπάς, μαμά και ο φέρελπις νέος. Έμενε το φιλμ ατέλειωτο.
Έλα όμως που ήθελα να το δω το έργο να δω τι γίνεται. Δως του και ξαναπηγαίναμε οικογενειακώς – τότε ήταν έξοδος σημαντική, δεν είχε βίντεο και μίντεο να κάθεσαι σπίτι στην τηλεόραση να χαζολογάς, τα φώτα αναμμένα και να πηγαινοέρχεται όποιος να ’ναι, φκιάσε Λενίτσα κανένα μεζέ. Τότε έμπαινες σε αίθουσα, σβήναν τα φώτα, το βουλώναν όλοι, κι εδώ σε ήθελα. Άντεχες;
Ξαναρχόταν λοιπόν η σκηνή που τον βασανίζουν. Ξανά κλάμα ο δικός σου. Δε μπορούσε να κοιτάξει στο πανί. Αδύνατον. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου – όχι, πάμε να φύγουμε. Τον παίρναν οι γονείς του και άντε πάλι έξω από την αίθουσα. Απαρηγόρητος αυτός. Και δεν περνάγαν λίγες μέρες, δώστου ξανά μανά. Μπαμπά να πα δούμε τον Λόρδο Τζιμ. Είδε κι απόειδε ο καημένος ο πατέρας μου – σκατοδουλειά το γονηλίκι.
– Ρε, τι στενοχωριέσαι, στα ψέματα γίνονται όλ’ αυτά.
Τον κοίταξα αβέβαιος. Τα ’χασα.
– Δηλαδή; Τι στα ψέματα;
– Είναι ηθοποιοί. Κανείς δε βασανίζει κανένα. Κάνουν έτσι ότι και καλά βασανίζονται, και στο τέλος πάνε σπίτια τους με τους φίλους τους, όπως πας κι εσύ σπίτι σου.
– Και δεν πονάει, μπαμπά, που του μπήγουν το πυρωμένο μαχαίρι;
– Όχι ρε, τι να πονέσει. Σιγά μην είναι στ’ αλήθεια πυρωμένο και σιγά μην του το μπήγουν. Βαμμένο κόκκινο είναι και κάνουν πως του το μπήγουν, δεν το μπήγουν όμως. Κι αυτός κάνει πως φωνάζει. Και στο τέλος είναι όλοι καλά.
Τι μου ’ρθε τώρα και τον θυμήθηκα τον Λόρδο Τζιμ. Να, δεν καλοξέρω. Και που μου τα ’πε ο πατέρας μου, το έργο δεν κατάφερα να το δω παρά μόνο πολύ μεγαλύτερος. Μόνο όταν εκείνη η κουβέντα και όλος ο πολιτισμός που εκόμιζε είχε αποκτήσει στέρεες βάσεις και είχε εγκατασταθεί μέσα μου: αφού θ’ αναστηθεί, τι σκας και οδύρεσαι, χριστιανέ μου;
Για να ’ρθει το πλήρωμα και να γίνουν τόσο αβέβαιες οι στερεότητες. Τι να το κάνεις; Άμα δε σκάσεις και να πλαντάξεις στο κλάμα, πώς θ’ αναστηθεί βρε; Άμα δεν περάσεις κάτω από την πύλη, πώς θα βγεις από την άλλη μεριά; Θα μου πεις: κι ας την ξέρεις την έκβαση; Φυσικά. Κι ας την ξέρεις. Δεν είναι η έκβαση. Είναι η πύλη. Επειδή ξέρουμε τι γίνεται στο τέλος, δε θα ξαναπαίξουμε Οιδίποδα και Αντιγόνη και Βασιλιά Λιρ;
Μια δόση ελεγχόμενης σχιζοφρένειας, έλεγε ο Μίνως Βολανάκης, προστατεύει από την άβυσσο της παράνοιας.
Κάτι θα ’ξερε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου