Εκύλησεν ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. Έτσι δε λέει, άμα σμίγουν δυο απερίγραπτοι; παρ’ τον έναν και χτύπα τον άλλον. Από δω το ’χουν, από κει το ’χουν, πάντα τρόπος θα βρεθεί. Και στο τέλος τα ταιριάζουν τα πουλάκια μου. Βρίσκει ο γύφτος τη γενιά του, κατάλαβες; Τέντζερης και καπάκι. Τούρκικα αμφότερα. Μη μου πεις πως δεν τα ξέρεις. Τέντζερης, τεντζερέδια και τεντζερικά, tencere το λένε αυτό εδωπέρα το σκεύος, ναι, καζάνι, ας το πούμε, που κι αυτό τουρκικά είναι, kazan – κι η κατσαρόλα βενετσιάνικα, cazzarola, κι η κουζίνα βενετσιάνικα κι αυτή: cusina. Δεν το ακούς από μόνος σου; πρέπει εγώ να σου το πω; άμα δεν το ’χεις με τις γλώσσες, πάει, έμεινες νηστικός! Εκύλησεν ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, που λες. Μογγολική λέξη το καπάκι: qabqag. Και το tencere, αυτό από τα πέρσικα έρχεται, αυτό το ’ξερες; Παλιά πέρσικα. Ορίστε: تَنجیرَه. Το λέει και το τούρκικο λεξικό. Είναι, λέει, μπακίρ καπ, χάλκωμα, χάλκινος περιέκτης παρακαλώ. Και τι σε νοιάζει εσένα, τώρα θα μου πεις – άμα πεινά...