Στα παλιά αγγλικά τόνε λέγαν sæsceaða που είναι ο sea-scather, ο κακός της θάλασσας. Αυτός που κατέστρεφε και πλήγωνε και σκότωνε. Και τον ελέγαν και wīċing – είχαν δει κι είχαν δει τα ματάκια τους από τους Βίκινγς κι όταν βλέπαν ζοχάδα και στριμμένο και τσαμπουκαλή στη θάλασσα έτσι τον ελέγαν: wīċing. Εντάξει. Μη με ρωτήσεις πώς προφέρεται. Εδώ δεν ξέρουμε πώς προφέρονται τα αγγλικά σήμερα, θα ξέρουμε πώς προφερόταν τότε το wīċing;
Παλιάνθρωπος της θάλασσας, λοιπόν. Κι ύστερα τον είπαν πάιρατ, από τα παλιά γαλλικά, pirate, όπως τον είπαν και ισπανικά και ιταλικά, pirata, και γερμανικά, Pirat, και ολλανδέζικα piraat και ρώσικα пират.
Σπέσιαλ ντιλίβερι από τα μεσαιωνικά λατινικά – από κει διαδόθηκε η λεξούλα, pirata, ο θαλάσσιος ληστής, που την πέφτει στα πλοία τα γεμάτα πράματα, τότε δεν είχε επιβατηγά, της γραμμής, να μπαίνεις να πληρώνεις εισιτήριο να σε πηγαίνει διακοπές – δεν παίζαν τέτοια. Άμα έπρεπε να πας σε μέρος με πλοίο, έμπαινες στο εμπορικό, κι έκανες τον σταυρό σου – ποιος σου είπε να ταξιδεύεις με πλοίο; γιατί δεν κάθεσαι στ’ αυγά σου;
Πάιρατ, που λες. Από το pirata. Ωραία λατινικά, θα μου πεις. Αμ δε. Μεσαιωνικά ελληνικά είναι φίλτατε. Εκ του πειρώμαι, δηλαδή επιχειρώ. Όπως νικώ, νικητής, έτσι και πειρώ, πειρατής. Αρχαίο, αρχαιότατο, πειράν, δηλαδή επιτίθεσθαι, επιχειρείν, από την ινδοευρωπαϊκή ριζούλα *per-, δοκιμάζω, ρισκάρω, επιχειρώ, απ’ όπου και η εμπειρία, η experience και ο έμπειρος, η πείρα και το πείραμα, ακόμη κι ο αγγλικός τρόμος: fear. Το μετέωρο αίσθημα του αιφνίδιου κινδύνου. Αυτό που παθαίνεις άμα δεις πειρατές στη θάλασσα.
Συνήθως τους καταλαβαίνεις με τη μία. Αλλά μπορεί και όχι. Γιατί είναι φορές που μεταμφιέζονται. Φοράνε προβιές, σαν αμνοί του θεού, ή βγάνουν φτερά και γουργουρίζουν, αθώες περιστερές και καλά.
Ένα πράμα θα τους προδίδει πάντα: το ξύλινο το πόδι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου