Όταν γύριζες το από κάτω ερχόταν η πίσω πλάκα και κατέβαινε κι έφερνε τους σφιγκτήρες στη θέση που τους ήθελες οπότε έπρεπε να γυρίσεις και το αποπάνω που τους έκλεινε να μπορούν να την πιάσουν τη φλάντζα να την κρατήσει σωστά ή μήπως γύρναγες πρώτα το αποπάνω δε θυμάμαι τώρα εσείς τα φκιάνετε στον αυτόματο βάνεις τη φλάντζα και μετράει αυτό και ξέρει το μηχάνημα να μπορέσεις εσύ μετά να το δουλέψεις αλλά δουλειά έτσι δε γίνεται αυτό ξέρω εγώ – όχι μην το πετάξεις τι παλιοσίδερα όλο και κάποιος θα βρεθεί να το θέλει τρελός είσαι; μην το πετάξεις σου λέω.
Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου