Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Λουκάς

Ούτε αν υπήρξε, καλά καλά δεν ξέρουμε. Ήταν, λέει, μαζί με τον Παύλο, στο ταξίδι για τη Ρώμη. Είχαν ήδη φθάσει στα Μύρα τῆς Λυκίας. Γράφει στις Πράξεις: κἀκεῖ εὑρὼν ὁ ἑκατοντάρχης πλοῖον ᾿Αλεξανδρινὸν πλέον εἰς τὴν ᾿Ιταλίαν, ἀνεβίβασεν ἡμᾶς εἰς αὐτό και ἐν ἱκαναῖς ἡμέραις βραδυπλοοῦντες ὑπεπλεύσαμεν τὴν Κρήτην και ἤλθομεν εἰς τόπον τινὰ καλούμενον Καλοὺς Λιμένας. Παράλιος οικισμός, καμιά ογδονταριά χιλιόμετρα από το Ηράκλειο. Προστατευμένο φυσικό λιμάνι. Μόνο νότιους και νοτιοανατολικούς ανέμους να φοβάσαι, και μόνο αν ξεπερνάν τα έξι Μποφόρ, έτσι γράφει σήμερα το μάνιουαλ της SEKA – είναι αυτοί που σε εφοδιάζουν με καύσιμα όλων των τύπων, μαζούτ, ντίζελ, μέχρι και VLSFO – η πιο χαμηλή περιεκτικότητα σε θειάφι. Περιβαλλοντικοί τύποι.

Που λες, ούτε καν αν υπήρξε. Πουθενά δε λέει μέσα στο βιβλίο ότι αυτός το ’γραψε – στο Ευαγγέλιο ή στις Πράξεις. Δε γράφει, ρε παιδί μου, Λουκά, Πράξεις των Αποστόλων. Τίποτα τέτοιο. Απλώς, επειδή γράφει ο Παύλος προς Φιλήμονα, φιλιά πολλά, Μᾶρκος, Ἀρίσταρχος, Δημᾶς, Λουκᾶς, οἱ συνεργοί μου, έτσι του γράφει, γι’ αυτό λέμε κι εμείς, ε, κολλητοί ήτανε, άρα εκείνο το πρώτο πληθυντικό στις Πράξεις, αυτό το εμείς, αυτό θα σημαίνει: ο Παύλος κι εγώ, ο Λουκάς. Όσο για το Ευαγγέλιο, ο Ειρηναίος ο λεπτομερής, ο Κατά των Αιρέσεων, αυτός το ξεκαθαρίζει, τον δεύτερο πια αιώνα: καὶ Λουκᾶς δέ, ὁ ἀκόλουθος Παύλου, τὸ ὑπ’ ἐκείνου κηρυσσόμενον εὐαγγέλιον ἐν βίβλῳ κατέθετο.

Τα ίδια ελληνικά είναι τα δυο βιβλία: Κατά Λουκάν και Πράξεις είναι γραμμένα απ’ τον ίδιον. Ίδιο στιλ, ίδιο λεξιλόγιο, ίδια γραμματική. Άσε που και τα δύο βιβλία στον ίδιον άνθρωπο απευθύνονται – έναν Θεόφιλο, διάσημος πια έγινε αυτός ο χριστιανός: τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων͵ ὦ Θεόφιλε, λέει στις Πράξεις. Και στο Ευαγγέλιο γράφει: ἔδοξε κἀμοί [...] καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε. Τόσο που πολλοί λένε ότι πρόκειται για σειρά, τεύχος ένα και τεύχος δύο.

Κι ότι ήταν γιατρός, κι αυτό απ’ τον Παύλο το βγάζουμε – ἀσπάζεται ὑμᾶς Λουκᾶς ὁ ἰατρὸς ὁ ἀγαπητὸς, έτσι γράφει προς Κολοσσαείς. Αλλά κι απ’ τα ίδια τα κείμενά του. Στον Καλό Σαμαρείτη, γράφει που γράφει για το περιστατικό, εμ περιγράφει και τη φροντίδα: καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον – κρασί για την αντισηψία και λαδάκι για τη φλεγμονή – εντάξει, δεν ήταν ο μόνος που τα ’ξερε αυτά, αλλά τόση πια λεπτομέρεια, πώς να κάνεις με τα τραύματα και πώς ακριβώς τον φρόντισε τον πληγωμένο ο Σαμαρείτης – μόνο καλός συγγραφέας ήταν ο Λουκάς; τίποτε δεν αφήνει στο περίπου. Κι από συμπτώματα, κι απ’ αυτά ήξερε και παραήξερε. Λέει για το Σάββατο στο σπίτι του άρχοντα Φαρισαίου: καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπός τις ἦν ὑδρωπικὸς ἔμπροσθεν αὐτοῦ. Υδρωπικός. Με συγκέντρωση ορού σε κοιλότητες του σώματος και μέσα στους ιστούς και κάτω από το δέρμα – άρα με καρδιά ή με νεφρική ανεπάρκεια, αυτό θα πει υδρωπικός. Πού τα ’ξερε αυτά ο Λουκάς – απ’ το κατηχητικό;

Συνοπτικά λέγονται τα τρία Ευαγγέλια, ο Ματθαίος, ο Μάρκος κι ο Λουκάς. Αν τα βάλεις δίπλα δίπλα να τρέχει το κείμενο, συν όψη, σχεδόν ίδια είναι. Μπορεί και να προέκυψαν το ένα από το άλλο, ή μπορεί απ’ την ίδια πηγή και τα τρία. Από την ίδια χαμένη πηγή. Δεν ξέρουμε – υποθέσεις κάνουμε. Αλλά πάλι, όχι ακριβώς ίδια. Εδώ κι εκεί μέχρι και την ίδια διατύπωση, αλλά για τον καλό Σαμαρείτη και για τον Υδρωπικό μόνο ο Λουκάς γράφει. Αν είχε πέσει ο γιός σας στο πηγάδι κι ήταν Σάββατο, δε θα τον βγάζατε; ρωτάει τους Φαρισαίους. Και το βουλώσαν αυτοί.

Αυτός είναι ο συμπονετικός. Αυτόν τον νοιάζουν οι περιθωριακοί και η κοινωνική δικαιοσύνη. Και του Καλού Σπορέα, αφού γράψει την ιστορία, ποια σπειριά πέσαν στον δρόμο και ποια στην πέτρα, ποια έπεσαν στ’ αγκάθια και ποια εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, μόνο αυτός ζωγραφίζει τόσο λεπτά την κουβέντα που έγινε μετά: τι νόημα έχει τώρα αυτή η παραβολή, δάσκαλε; ρωτήσαν οι μαθητές. Και λέει αυτός, ρε σεις, εσάς σας δόθηκε να γνωρίζετε τα μυστήρια της βασιλείας του θεού, αλλά στους άλλους με παραβολές τα λέω, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. Να βλέπουν μη βλέποντας, και ν’ ακούν χωρίς να καταλαβαίνουν.

Τέτοιο νοιάξιμο ο Λουκάς. Ποιος Λουκάς; Επώνυμο, διεύθυνση, αφιμί, άμκα, τίποτε απ’ αυτά δεν έχουμε. Σου λέω: ούτε καν αν υπήρξε, κι αν υπήρξε ποιος ήταν ακριβώς – κανείς δεν ξέρει. Τίποτε. Εξ Αντιοχείας. Ή εξ Εφέσου. Έλληνας μάλλον – τρέχα γύρευε. Πάντως από κείνα τα πρόσωπα. Πιο σημαντικό τι πιστεύουμε γι’ αυτά, παρά η πράξη γεννήσεως. Πιο σημαντικές οι ψηφίδες που βάζει για να συγκροτήσει τον μύθο η θέληση και η ανάγκη των ανθρώπων. Αυτή και το μέγα έλεος.

Του Καλού Σπορέως την Κυριακή που μας πέρασε, και Λουκά του ιατρού σήμερα. Ποιος Σπορέας και ποιος Λουκάς. Ο μύθος είναι ο σημαντικός. Αληθώς αληθής και ιαματικός.








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.