Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Νοέμβριος, 2023

Μάρε γιε

Μάρε γιε, μάρε γιε Μάρε γιε μου κανακάρη Μάρε γιε Σαν Βουλγάρες – αυτές με τις φωνές τις μυστήριες, τα λαρύγγια τα ανοικτά, τα δυνατά, που κρατάνε πολλές νότες ένα φωνήεν, ίδια συλλαβή, που δεν αλλάζει, που αλλάζει όμως η νότα, που πάει και πάει, ε μακρύ, ατέλειωτο, σαν να πρέπει ν’ ακουστεί από ράχη σε ράχη, ώς απέναντι. Αυτό να ’ναι κι αυτό που τις συνδέει, Βουλγάρες και Συριανές. Γυναίκες, πολλές μαζί, μακριά, κι ανάμεσα ο άνεμος. Χάνεται το τραγούδι – ξανάρχεται. Κι ο άνεμος που το πηγαίνει. Πού η νηνεμία και πού η ηρεμία. Nights in White Satin. Ο άνεμος αλλιώς. Πέπλο που είναι κι αναρριπίζεται. Τι σκέψεις, τι ριξιές, πάνε κι έρχονται, ακανόνιστα, πότε ησυχία, πότε μια και δυο μαζί, θροΐσματα, φύλλα φθινοπωρινά, όποτε τα θυμάσαι τότε μόνο πετάγονται, τον άλλον καιρό μένουν εκεί, ίδιο σημείο – τα κοίταξες; λες κι ακούνε, η σκέψη ριγεί, το μετάξι αναδιπλώνεται. Μικρά μυστήρια, απαλή επιδερμίδα – εκεί απευθύνεται το μετάξι το λευκό, στην επιδερμίδα – γιατί να ’ναι στενόχωρα όλα αυτά κ...

Μάμες

Got hot nit gekent zayn umetum, hot er beshafn mames. Τι να ’ναι τώρα αυτά; Σα να γερμανοφέρνουν. Got – να ’ναι ο θεός; Ξέρω ’γώ; Ίσως. Ας διαβάσουμε παρακάτω. Τι είναι zayn; Το σημιτικό γράμμα; Το έβδομο στα αμπτζάντ; Που θα πει και επτά; Αλλά γκεκέντ και μπεσάφν σα ρήματα ακούγονται – όπα! ρήματα αναδιπλασιασμένα ρε φίλε, γκε-κέντ και μπε-σάφν. Δηλαδή στη γλώσσα όπου γκοτ είναι σίγουρα θεός. Πιο γερμανικά δε γίνεται! Μα φυσικά. Στραβοί είμαστε τόσην ώρα; Γερμανική γλωσσική οικογένεια! Γερμανοεβραίικα. Γίντις. Γκοτ – ο θεός! χοτ νιτ γκεκέντ – δηλαδή χατ νιχτ γκεκάντ, δεν έχει μπορέσει! ζάιν – δηλαδή sein, να είναι! ουμετούμ – um και unde και um, παντού! Ο θεός δεν έχει μπορέσει να είναι παντού – χοτ ερ μπεσάφν μάμες. Έχει αυτός φτιάξει μαμάδες. Σου πιάνεται η ανάσα. Εκείνο το αίσθημα σαν του αρχαιολόγου που ανακαλύπτει τάφο και επιγραφή, εκεί, στο σημείο ακριβώς που θα ’πρεπε, κι επιτέλους ολοκληρώνεται το νόημα. Στο κεφάλι του μέσα, και στον κόσμο, απ’ έξω του. Παροιμία είναι: ο θεός...

Ανήρ

Στο λεξικό πρώτα βρίσκεις το άνηθον – τον άνηθο δηλαδή. Άνηθον το βαρύοσμον, Anethum graveolens. Αυτό. Ιθαγενές, μονοετές των Μεσογειακών χωρών και της νότιας Ρωσίας. Και καμιά ογδονταριά πόντους θα φθάνει σε ύψος. Και το βάζεις στις σούπες και στις σαλάτες, λιγάκι ανηθούλι, να ’ρθεί να μυρίσει – και το ξέραν κι οι αρχαίοι. Βέβαια. Ἄννηθον και ἄνητον. Ευεργετικόν κατά κολικών και εξαιρετικό διουρητικό. Και χαλαρωτικόν τών μυών το αιθέριο έλαιο των καρπών του. Άνηθο. Αγνώστου ετύμου. Τρέχα γύρευε. Δανεικό θα είναι, λένε – ποιος ξέρει. Και μετά βρίσκεις το άνθος. Το λουλούδι. Δηλαδή το βλαστάρι. Απ’ όπου και τα Ανθεστήρια, η γιορτή των λουλουδιών. Και ο Ανθεστηριών, ο μήνας ο όγδοος, αυτός του Διονύσου, που μεθάει η μάνα και του παιδιού δε δίνει, ανάμεσα νέα Σελήνη Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου, όργιο, ανθοκόμος, ανθοβολή, ανθοφόρος, ανθοφυής – όλα τα καλά. Και ανθολογία, πας και βάνεις τα καλύτερα ποιήματα, τα καλύτερα διηγήματα – τα πιο όμορφα και μυρωδάτα, και πάει και διαβάζει ο κοσμάκη...

Πυρφόρος

Σιγῶν θ᾽ ὅπου δεῖ καὶ λέγων τὰ καίρια. Σιωπηλός όποτε πρέπει και μιλώντας όποτε είναι καιρός. Όποτε είναι ώρα. Στίχος του Αισχύλου είναι. Από τον Προμηθέα του. Όχι τον Δεσμώτη. Τον άλλον τον Προμηθέα. Τον Πυρφόρο. Τα γράφει ο Αύλος Γέλιος αυτά, ο Ρωμαίος. Συγγραφέας και γραμματικός. Που γεννήθηκε και έζησε στη Ρώμη – ο Γέλιος. Ρήτορας, και καλοσπουδαγμένος – εντάξει, δεν ξέρουμε και τις φοβερές λεπτομέρειες για δαύτον, αλλά έζησε κάπου μεταξύ 125 και 180, μετά Χριστόν φυσικά. Καλό σπίτι, φράγκα, άνεση, ρητορικές, φιλοσοφίες, και είχε και διασυνδέσεις ο κύριος, όχι παίξε γέλασε, τα λέγανε με τον Φαβρόνιο, τον σοφιστή και σκεπτικό, και με τον Ηρώδη τον Αττικό – μάλιστα, τον δικό μας τον Ηρώδη, αυτόν τού Ωδείου, που πάμε τα καλοκαίρια, πάνω διάζωμα, κάτω διάζωμα, τον Αθηναίο μεγιστάνα και πολυτάλαντο πολιτικό μηχανικό. Λούκιος Βιμπούλιος Ίππαρχος Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης, έτσι λεγόταν ο πώς τον λεν. Αλλά φύγαμε από το θέμα μας – για τον Αύλο Γέλιο λέγαμε. Αυτόν λοιπόν τον μάθαμε α...

Ατζαμοσύνη

Ατζαμής, λέει, είναι αυτός. Ατζαμής. Δηλαδή αδέξιος. Που δεν ξέρει την τέχνη. Που κάνει λάθη. Χοντράδες. Πρωτόπειρος. Εξ ου και το ελληνικότατο ατζαμοσύνη – καλά, μιλάμε, μην πάρει λέξη η γλώσσα, από ’δώ θα τη φέρει, από ’κεί θα την πάει, ό,τι θέλει θα την κάνει. Άκου ατζαμοσύνη. Κατά το καλοσύνη και μετριοφροσύνη ένα πράμα. Ναυτοσύνη, ξέρω γω. Μάλιστα. Ατζαμής. Αραβικά. عَجَمِيّ, από το أَعْجَم. Ατζάμ. Τι θα πει; Έλα μου ντε. Ξένος θα πει. Από τη σημιτική ρίζα τζμ, που σχετίζεται με τη βουβαμάρα – μουγγός, βλέπεις, ο ξένος. Ατζάμ. Ατζάμ λένε οι Άραβες τους Πέρσες, ας πούμε. Και αλχαμιάδο, ατζαμίδικα δηλαδή στα ισπανικά, ξες τι θα πει; Πού να ξες. Είναι κείμενα τα αλχαμιάδο. Κείμενα σε ρομανικές γλώσσες, συνήθως ισπανικά, πορτογαλικά, αραγονέζικα – τέτοια κείμενα. Γιατί αλχαμιάδο; Γιατί είναι γραμμένα με αραβικά γράμματα. Γιατί όταν οι Άραβες έκαναν κουμάντο στην Ισπανία, στην Αλ Ανταλούς, δηλαδή στην Ανδαλουσία, όταν η Σεγκόβια είχε μουφτή, τότε τα αραβικά ήταν η γλώσσα της επιστήμης....