Μάρε γιε, μάρε γιε Μάρε γιε μου κανακάρη Μάρε γιε Σαν Βουλγάρες – αυτές με τις φωνές τις μυστήριες, τα λαρύγγια τα ανοικτά, τα δυνατά, που κρατάνε πολλές νότες ένα φωνήεν, ίδια συλλαβή, που δεν αλλάζει, που αλλάζει όμως η νότα, που πάει και πάει, ε μακρύ, ατέλειωτο, σαν να πρέπει ν’ ακουστεί από ράχη σε ράχη, ώς απέναντι. Αυτό να ’ναι κι αυτό που τις συνδέει, Βουλγάρες και Συριανές. Γυναίκες, πολλές μαζί, μακριά, κι ανάμεσα ο άνεμος. Χάνεται το τραγούδι – ξανάρχεται. Κι ο άνεμος που το πηγαίνει. Πού η νηνεμία και πού η ηρεμία. Nights in White Satin. Ο άνεμος αλλιώς. Πέπλο που είναι κι αναρριπίζεται. Τι σκέψεις, τι ριξιές, πάνε κι έρχονται, ακανόνιστα, πότε ησυχία, πότε μια και δυο μαζί, θροΐσματα, φύλλα φθινοπωρινά, όποτε τα θυμάσαι τότε μόνο πετάγονται, τον άλλον καιρό μένουν εκεί, ίδιο σημείο – τα κοίταξες; λες κι ακούνε, η σκέψη ριγεί, το μετάξι αναδιπλώνεται. Μικρά μυστήρια, απαλή επιδερμίδα – εκεί απευθύνεται το μετάξι το λευκό, στην επιδερμίδα – γιατί να ’ναι στενόχωρα όλα αυτά κ...
επί παντός