Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ανήρ

Στο λεξικό πρώτα βρίσκεις το άνηθον – τον άνηθο δηλαδή. Άνηθον το βαρύοσμον, Anethum graveolens. Αυτό. Ιθαγενές, μονοετές των Μεσογειακών χωρών και της νότιας Ρωσίας. Και καμιά ογδονταριά πόντους θα φθάνει σε ύψος. Και το βάζεις στις σούπες και στις σαλάτες, λιγάκι ανηθούλι, να ’ρθεί να μυρίσει – και το ξέραν κι οι αρχαίοι. Βέβαια. Ἄννηθον και ἄνητον. Ευεργετικόν κατά κολικών και εξαιρετικό διουρητικό. Και χαλαρωτικόν τών μυών το αιθέριο έλαιο των καρπών του. Άνηθο. Αγνώστου ετύμου. Τρέχα γύρευε. Δανεικό θα είναι, λένε – ποιος ξέρει.

Και μετά βρίσκεις το άνθος. Το λουλούδι. Δηλαδή το βλαστάρι. Απ’ όπου και τα Ανθεστήρια, η γιορτή των λουλουδιών. Και ο Ανθεστηριών, ο μήνας ο όγδοος, αυτός του Διονύσου, που μεθάει η μάνα και του παιδιού δε δίνει, ανάμεσα νέα Σελήνη Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου, όργιο, ανθοκόμος, ανθοβολή, ανθοφόρος, ανθοφυής – όλα τα καλά. Και ανθολογία, πας και βάνεις τα καλύτερα ποιήματα, τα καλύτερα διηγήματα – τα πιο όμορφα και μυρωδάτα, και πάει και διαβάζει ο κοσμάκης και κάνεις βραδιές λογοτεχνικές, διάλεξις εδίδετο περί του Μαλακάση. Άνθος. Από το σανσκριτικό ándhas-, βλαστός, φυτό, χόρτο – έτσι λέγει μια θεωρία.

Και στη μέση, μεταξύ ανήθου και άνθους;

Και στη μέση ο ανήρ. Εξεπλάγης; Κακώς. Έτσι είναι στα λεξικά. Μεταξύ ανήθου και άνθους, ανήρ. Ανδρός, άνδρα, ω άνερ. Ο άνδρας και η ανδραγαθία. Και το ανδράποδον – ο εχθρός που αιχμαλωτίστηκε και πουλιέται σαν δούλος – και το εξανδραποδίζω. Και ξέρεις και πού αλλού κρύβεται; Στον -ήνορα. Αγήνωρ, ας πούμε, αυτός που άγει τους άνδρες. Ο ανδρείος. Ο αρχηγός. Και Τέρπανδρος και Ηγήσανδρος.

Και ανδρείος, που σήμαινε αντρικός. Φορ μεν. Ανδρεία ενδύματα και συμπόσια. Και ανδριώ, δίνω κουράγιο. Και ανδρειούμαι, γίνομαι άντρας. Σανσκριτικά nā́, και πέρσικα نر, ναρ δηλαδή, που θα πει άνδρας, θα πει σερνικός, θα πει σύζυγος, θα πει και επιβήτορας, και ταύρος, και σερνικό εν γένει και αδιακρίτως. Κι από κει και το ner- το λατινικό, και τσουπ, νάσου και ο Νέρων. Αμέ. Nero, Nerōnis – ο Νέρων, του Νέρωνος. Άνδρας δηλαδή.

Και Αλεξάνδρα η Πανωραία. Γιατί τότε που λέγαν τις θεές Αλεξάνδρες, αυτό ήταν ιδιότητα. Επίθετο κι όχι όνομα. Ήταν αυτές που διώχναν τους άνδρες. Γιατί τότε άνδρες σήμαινε πολεμιστές. Εχθροί. Μια Αλεξάνδρα ήταν η Ήρα, που σε προστάτευε από τους εχθρούς. Ναι. Μια Παναγιά. Μια Υπέρμαχος. Τόση ηλικία έχει. Από πάντα τής ψέλνουν έναν Ακάθιστο. Ξέρουν αυτοί.

Έτσι που λες. Άνδρας. Κάτι μεταξύ ανήθου και άνθους – έτσι λέει το λεξικό.

Κάτι θα ξέρει.


-----------------------
Chantraine, Μπαμπινιώτηδες, Buck.






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...