Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μάρε γιε

Μάρε γιε, μάρε γιε
Μάρε γιε μου κανακάρη
Μάρε γιε

Σαν Βουλγάρες – αυτές με τις φωνές τις μυστήριες, τα λαρύγγια τα ανοικτά, τα δυνατά, που κρατάνε πολλές νότες ένα φωνήεν, ίδια συλλαβή, που δεν αλλάζει, που αλλάζει όμως η νότα, που πάει και πάει, ε μακρύ, ατέλειωτο, σαν να πρέπει ν’ ακουστεί από ράχη σε ράχη, ώς απέναντι. Αυτό να ’ναι κι αυτό που τις συνδέει, Βουλγάρες και Συριανές. Γυναίκες, πολλές μαζί, μακριά, κι ανάμεσα ο άνεμος. Χάνεται το τραγούδι – ξανάρχεται. Κι ο άνεμος που το πηγαίνει.

Πού η νηνεμία και πού η ηρεμία. Nights in White Satin. Ο άνεμος αλλιώς. Πέπλο που είναι κι αναρριπίζεται. Τι σκέψεις, τι ριξιές, πάνε κι έρχονται, ακανόνιστα, πότε ησυχία, πότε μια και δυο μαζί, θροΐσματα, φύλλα φθινοπωρινά, όποτε τα θυμάσαι τότε μόνο πετάγονται, τον άλλον καιρό μένουν εκεί, ίδιο σημείο – τα κοίταξες; λες κι ακούνε, η σκέψη ριγεί, το μετάξι αναδιπλώνεται. Μικρά μυστήρια, απαλή επιδερμίδα – εκεί απευθύνεται το μετάξι το λευκό, στην επιδερμίδα – γιατί να ’ναι στενόχωρα όλα αυτά και τα παραμονεύει η θλίψη, λες και τ’ οργανώνει κανείς εκείνο που θα θλίψει

Αμ τ’ οργανώνει – τι κάνει. Αγαπάς, λες, να θλιβείς, και δεν έχει σχέση με τη λύπη την αληθινή, εκείνη που έρχεται από πράματα χειροπιαστά, από αιτίες, όχι, αυτή η λύπη έρχεται γιατί με κάποιον μυστήριο τρόπο είναι θελκτική, σαν όμορφη, σαν υπόσχεση – σαν παιδική, σαν άωρη σαγήνη, δεν έρχεται άμα έχεις μεγαλώσει, πού να σ’ εύρει τότε να σε πιάσει, τότε έχουν μείνει πίσω σου αυτά, χώρο αποκτάν μόνο εκεί που τούς αφήνεις χώρο, ριπές, και κουνούν το πέπλο αλλά το κερί δε θα σβηστεί, σαν σκηνικό, σαν θέατρο, φαντάσματα, αφύσικα, δεν υπακούν – κατασκευάσματα, φουντώνουν μεμιάς και δε σβήνουν – εσύ δεν την έβαλες τη φωτιά;

Μόνο μια Σελήνη – εκεί πια τις βρίσκεις θάλασσες – μεγάλες κι ακίνητες, Μάρε Τρανκβιλιτάτις, η Θάλασσα της Ηρεμίας, τίποτε δε ριγώνει, ούτε η υποψία – η σεληνάκατος είχε τόση ησυχία, ρε παιδί μου τρομάξαν, μην και είχαν τίποτε κουφαθεί οι ανθρώποι, μπα, αέρα δεν έχει και δεν μεταδίδεται, γαλήνη απόλυτη, ο Πλίνιος από τη μεριά του επιτέλους τα γνωρίζει τα πάντα, τόση λαχτάρα εν ζωή, εν θανάτω την ακούει, εξέλιπεν η λύπη, εξέλιπεν η έλξη, εξέλιπαν οι αιτίες – εχάθηκαν οι ήχοι, σιγάσαν οι θελήσεις, κι επιτέλους ακουστήκαν όλα

Βορειοανατολικό μέρος του δίσκου όπως κοιτάμε οι ανθρώποι, τι να δεις και τι να νιώσεις απ’ την ησυχία, άλλο μέγεθος, για άλλες ωριμότητες αυτά, κρύο γύρω, και σα μάνα και κόρη που κρατιόνται από τα χέρια και γυρνάν γύρω γύρω, στριφογυρνά η μάνα και στριφογυρνά την κόρη στον αέρα, και τσιρίζει αυτή, χωρίς ήχο, βουβά, αργά, με το φως το μεγάλο από κάτω απ’ τη νύχτα να τής φωτίζει το πρόσωπο – κάθε στροφή, κάθε να κλείνει ο κύκλος, κάθε να μικραίνει, ώσπου η χάση κρύβεται, γίνεται νύχτα παντού, κι ύστερα πάλι ασπρίζει ένα νύχι, και μεγαλώνει, κάθε βράδυ και ξανά, ώσπου να την ψηλά φεγγαροπρόσωπη, το γέλιο ολόκληρο, και τσιρίζει, περιστρέφεται, σφιχτά η μάνα, και ήχος κανείς

Μάρε Τρανκβιλιτάτις, της Ηρεμίας, το βορειοανατολικό της πρόσωπο, εκεί που θα σφηνωνόταν η βολίδα τού Ιουλίου Βέρν, εκεί, και προλάβαν οι ανθρώποι και το σκεφτήκαν και κατέβηκε νυχοπατώντας η σεληνάκατος, να μην τα ταράξει, να μείνει να κοιτάζει ο Πλίνιος ο σοφός

Ήχος κανείς

Γύρευε πόσες σιωπές να παίρνει – να τ’ ακούσεις πέντε πράματα απ’ τη μεριά την άλλη, τη σιωπηλή






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...