Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μάμες

Got hot nit gekent zayn umetum, hot er beshafn mames.

Τι να ’ναι τώρα αυτά; Σα να γερμανοφέρνουν. Got – να ’ναι ο θεός; Ξέρω ’γώ; Ίσως. Ας διαβάσουμε παρακάτω. Τι είναι zayn; Το σημιτικό γράμμα; Το έβδομο στα αμπτζάντ; Που θα πει και επτά; Αλλά γκεκέντ και μπεσάφν σα ρήματα ακούγονται – όπα! ρήματα αναδιπλασιασμένα ρε φίλε, γκε-κέντ και μπε-σάφν. Δηλαδή στη γλώσσα όπου γκοτ είναι σίγουρα θεός. Πιο γερμανικά δε γίνεται!

Μα φυσικά. Στραβοί είμαστε τόσην ώρα; Γερμανική γλωσσική οικογένεια! Γερμανοεβραίικα. Γίντις. Γκοτ – ο θεός! χοτ νιτ γκεκέντ – δηλαδή χατ νιχτ γκεκάντ, δεν έχει μπορέσει! ζάιν – δηλαδή sein, να είναι! ουμετούμ – um και unde και um, παντού! Ο θεός δεν έχει μπορέσει να είναι παντού – χοτ ερ μπεσάφν μάμες. Έχει αυτός φτιάξει μαμάδες.

Σου πιάνεται η ανάσα. Εκείνο το αίσθημα σαν του αρχαιολόγου που ανακαλύπτει τάφο και επιγραφή, εκεί, στο σημείο ακριβώς που θα ’πρεπε, κι επιτέλους ολοκληρώνεται το νόημα. Στο κεφάλι του μέσα, και στον κόσμο, απ’ έξω του. Παροιμία είναι: ο θεός δε μπόρεσε να είναι παντού κι έφτιαξε τις μανάδες. Εβραίικα των Ασκεναζιτών. Των Ιουδαίων που κατέφυγαν στον Ρήνο για να γλιτώσουν από τους Ρωμαίους. Κολωνία, τέταρτος αιώνας. Από τότε. Μιλήσαν κάτι γερμανικά —δικής τους εμπνεύσεως— κι έκτοτε αυτά μιλούσαν. Εβραίικα τα γράφανε αλλά γερμανικά ήταν. Κάπως άστα να πάνε. Αλλά γερμανικά.

Όποια γλώσσα και όπως την κατάλαβες – αυτή είναι. Ούτε εύκολη, ούτε δύσκολη, ούτε τίποτε. Να ’σαι τώρα Εβραιάκι καταμεσής στην Ευρώπη τον τέταρτον αιώνα, να λες τα ωραία σου τα γερμανικά και να τα γράφεις με εβραίικα γράμματα απ’ τα δεξιά στ’ αριστερά. Και λίγο νοτιότερα και κάτι αιώνες αργότερα, να είσαι Ιβηράκι, να μιλάς παλιολατινικά της πυρκαγιάς με ντόπια ανακατέματα, ξερωγώ οξιτανικά, γκαγιέγκο, αχταρμά, ρίξε και αραβικά στο μίγμα, τρέχα γύρευε, και να τα γράφεις με αραβικά γράμματα όλ’ αυτά – έτσι είχαν γίνει σε μια φάση τής μόδας, τα αλχαμιάδος. Ή να ’σαι Ελληνάκι τον καιρό των Μεσσηνιακών πολέμων, να γίνεται γύρω σου το έλα να δεις, κι εσύ να μελετάς κείμενα γραμμένα όλα κεφαλαία, χωρίς διαστήματα, χωρίς σημεία στίξης, χωρίς τόνους, τι να τους κάνεις, μπας και δεν ξέρεις πού ν’ ανέβεις, πού να κατέβεις τη φωνούλα σου; δεν ξέρεις πώς να το τραγουδήσεις το κείμενο; δεν ξεχωρίζεις το βραχύ απ’ το μακρόν; αμ πώς δεν ξέρεις, ξέρεις και παραξέρεις, από κούνια τα ξέρεις – και να ξεκινάει το κείμενο από αριστερά προς τα δεξιά και στην αποκάτω αράδα ν’ αλλάζει και να πηγαίνει ανάποδα, από δεξιά στ’ αριστερά, και μετά πάλι αλλιώς από αριστερά στα δεξιά. Και να σε κοιτάμε εμείς οι σημερινοί λες και κοιτάμε κινέζικα – κι όμως, εσένα πάει η γλώσσα σου ροδάνι κι ας είσαι εξάχρονο. Φαρσί τα ελληνικά σου. Τι Ελληνάκι, τι Εβραιάκι, τι Ιβηράκι. Ροδάνι ρε φίλε. Κινέζικα είπαμε – δικέ μου, έχεις ακούσει κινεζάκι τετράχρονο τι λέει ο στόμας του; Α πα πα! Και δως του να καμαρώνει η Κινέζα η γιαγιά, αχ, καλέ το ακούσατε τι είπε το σκασμένο —αλήθεια πώς να είναι το σκασμένο στα κινέζικα;— και να του δείχνει η μανούλα πώς πιάνεται το πινέλο, ποιο σχεδιάκι θα πει σκασμένο, και ποιο θα πει γιαγιά.

Δεν ΄χει εύκολες. Και δεν έχει δύσκολες. Έχει μάνες. Σκέτες. Ό,τι να ’ναι. Ό,τι πει η μάνα, αυτό είναι το εύκολο. Είπαμε: γκοτ χοτ νιτ γκεκέντ τσάιν ουμετούμ, χοτ ερ μπεσάφν μάμες. Ο θεός δεν μπόρεσε να είναι παντού, κι έφτιαξε τις μανάδες. Τις έχεις δει, δεν τις έχεις δει που μιλάνε στα μωρά, τι ’ναι το γλυκούλι μου, ώχου το αστεράκι μου, απαπα τα παπάκια του, άμαμα τα μαμάκια του, κούτσου κούτσου το γλυκάκι μου – και λες, πάει, αποχάζεψε η καημενούλα, τι του λέει η χριστιανή αφού αυτό δεν καταλαβαίνει γρυ – αμ δεν είναι χαζή, χαζέ. Του προετοιμάζει τον χώρο. Σετάρει τη σκηνή, εκεί όπου θα εξέλθει ο εκκολαπτόμενος άνθρωπος και θα συντελεστεί το θαύμα. Την κοιτάει αυτό και χάσκει, φαφούτικο, και γελάει, ευτυχισμένο, και το πιάνει το υπονοούμενο, μπορείς, πες το κι εσύ, αυτό του λέει στην πραγματικότητα η μάνα, αυτό είναι το υπόρρητο το ξόρκι, και σιγουρεύεται το μωρό, έτσι είναι ο άνθρωπος, κι ετοιμάζεται το μέσα του. Σαν γατί που συσπειρώνεται, που ανασκαλίζεται τα πίσω πόδια του, το μάτι του καρφωμένο στο κουβάρι, έτοιμο να εκτιναχθεί να το αρπάξει. Και ξαφνικά ένα πρωί το μυστήριο θα έχει ολοκληρωθεί με τρόπο ακατανόητο. Είναι στο κύτταρο. Στο μπάιος. Είναι ιδιότητα του ανθρώπου. Και θέλει τον ιερέα του, για να γίνει αίμα το κρασί. Θέλει έναν καταλύτη. Ένα διάμεσο. Γκοτ χοτ μπεσάφν μάμες.

Ανεξαρτήτως ποια είναι η γλώσσα και ποια η γραφή. Το ’παμε αυτό; Ναι, το ’παμε. Δεν έχει εύκολες και δύσκολες. Ν’ ακούσεις Γιαπωνεζάκι τετράχρονο να σου φύγει ο τάκος. Πώς τα ’μαθε, λες, το άτιμο, τι τα ταΐζουν ρε φίλε; Ν’ ακούσεις Αιθιοπάκι – τα παίζεις, δεν το πιστεύεις. Ν’ ακούσεις Γερμανάκι, να τα σκίσεις τα ρημάδια – ποια πτυχία, τι κάθομαι ’γω και σπουδάζω και πληρώνω ο κούκος αηδόνι και μαζεύω χαρτιά, τι τσερτιφικάτ, τι μπακαλορεά, τι προφίσιενσι, έχεις ακούσει Αγγλάκι νήπιο να κελαηδάει; Απελπισία θα σου ’ρθει – όπως είσαι, δένεις πέτρα στον λαιμό και φουντάρεις στον Τάμεση.

Αλλά δεν αξίζει. Μη στενοχωριέσαι. Μην το παίρνεις έτσι. Κουλάρισε. Έτσι είναι η ρημάδα η γλώσσα. Μάνα. Άμα την άκουσες, την είπες κιόλας. Εκεί, μέχρι κάποια ηλικία παιδική παίζει από παιδί σε παιδί πότε ακριβώς αλλά μέχρι τότε, αν ο μπαμπάς σου είναι, πες, αμερικάνος, η μάνα σου εβραία και η νταντά κινέζα, είσαι ευλογημένος, αρκεί να σου μιλάνε και οι τρεις. Θα μιλήσεις τρεις άσχετες μεταξύ τους γλώσσες με το καλημέρα. Από τα αποδυτήρια. Από νήπιο. Αλάνθαστα. Αμπέρδευτα. Αβάδιστα. Άψογα. Με αισθητήριο. Με αγάπη. Άσφαλτα. Προφέρεις φυσικά. Διαβάζεις ποιήματα και στις τρεις. Ακούς ειδήσεις στην τηλεόραση και πας σινεμά και φχαριστιέσαι. Πας θέατρο. Πας σούπερ και κάνεις τα ψώνια σου. Φλερτάρεις. Και δεν σε παίρνει χαμπάρι κανείς. Τι να χαμπαριάσει δηλαδή; Ότι μιλάς κι άλλες γλώσσες εξ ίσου καλά; Από πού να το συναγάγει;

Άμα δεν την άκουσες, εκεί είναι που αρχίζουν τα δύσκολα. Από μια ηλικία και πάνω, ήδη πριν από την εφηβεία, αρχίζουν τα πράματα και γίνονται αλλιώς. Γλώσσα που δεν την άκουσες απ’ τη μάνα, πια λογίζεται ως ξένη. Κι εκεί άλλος το ’χει, κι άλλος όχι. Αλλά και να το ’χεις, είναι αλλού παπά ευαγγέλιο. Πια λέγεται εκμάθηση. Δεν είναι κείνο το παιδικό, το κλικ, το αυτόματο. Τώρα πια είναι κουπί. Ρόου, ρόου, ρόου γιόρ μπόουτ. Είναι κανόνες, είναι γραμματικές, είναι φροντιστήρια – αλλάζει τελείως το σκηνικό. Άρδην. Τώρα, ναι. Τώρα είναι που αρχινάν οι γλώσσες, κι άλλες είναι εύκολες, κι άλλες δύσκολες. Ποιες είναι οι εύκολες; Εντάξει. Το βρήκες. Εκείνες που είναι κοντινές στη μητρική σου. Αν η μητρική σου είναι, ας πούμε, τα ιταλικά, τι δηλαδή να σε δυσκολέψουν τα ισπανικά ή τα γαλλικά ή τα ρουμάνικα. Κι αν είναι ολλανδικά, γιατί να σου κακοφανούν τα γερμανικά; Μια χαρά θα τα πεις. Αν η μάνα μιλούσε βουλγάρικα, σιγά μην τρομάξεις με τα ρώσικα – αφού τα ψιλοκαταλαβαίνεις ήδη, καημένε. Να ’ναι μητρική σου τα θιβετιανά, ας πούμε; Αγγλικά μπορεί να σου πάρει και τίποτε χρόνια να μιλήσεις, και πάντα θα τα λες κάπως. Ενώ κινέζικα θα γίνεις ξεφτέρι σε χρόνο ντε τε. Μέριλι, μέριλι, μέριλι, μέριλι – λάιφ ιζ μπατ ε ντριμ.

Εκεί είναι οι δυσκολίες στις γλώσσες. Όχι γιατί είναι οι ίδιες δύσκολες. Δεν υπάρχει γλώσσα δύσκολη. Τα ’παμε. Αλλά γιατί είναι ασχετουά. Από άλλο σύμπαν. Έιλιεν. Μακρινή. Γιατί λειτουργεί με τρόπο που θα δυσκολευτεί το μυαλό σου να κοινωνήσει. Γιατί δεν την φόρεσες όσο ήσουν νήπιο. Και τώρα θα ζοριστείς ν’ αρχίσεις να ονειρεύεσαι σ’ αυτήν. Εκτός αν αγαπήσεις. Την ξέρεις τη μέθοδο, δεν την ξέρεις; Κατεργάρη, σε βλέπω που κοκκινίζεις. Θες να μάθεις σουαχίλι ρε παιδί μου; Βρίσκεις έναν αγαλματένιο γκόμενο από την Κένια η μια κουκλάρα από την Ουγκάντα  αυτά τα πλάσματα από μαύρο αλάβαστρο, με τα βαθύφωνα ηχεία και το ασπράδι στα μάτια, τα εξωτικά, το βρίσκεις κι αρχινάς τα ζαχαρώματα, ντου γιου λάικ; και τα υπόλοιπα θα κυλήσουν ομαλά. Αρκεί να είσαι ειλικρινής, εντάξει; Άντε μπράβο. Όχι παιχνιδάκια και δεύτερες σκέψεις. Έρωτα, μιλάμε. Τίμια πράματα. Να γεφυρωθεί το χάσμα, κατάλαβες; Να ενωθούν τα συρματάκια. Να γίνει η υπέρβαση. Το πρώτο και καλύτερο για να μιλήσεις μια γλώσσα: να αισθανθείς τη ζάλη. Να νιώσεις ότι τη δικαιούσαι.

Όχι, δεν έχει εύκολες, δεν έχει δύσκολες. Δεν έχει καλύτερες, δεν έχει χειρότερες. Δεν έχει πλουσιότερες, δεν έχει φτωχότερες. Δεν έχει ακριβέστερες και λιγότερο ακριβείς, και δεν έχει πιο κυριολεκτικές και λιγότερο κυριολεκτικές. Δεν έχει πιο μαθηματικές και δεν έχει πιο αναζωογονητικές. Δεν έχει πιο σέξι και λιγότερο σέξι, δεν έχει γλώσσες που βοηθούν στην αναπαραγωγή, δεν έχει άλλες που βοηθούν στην αναπνοή, δεν έχει γλώσσες καταλληλότερες για την οξυγόνωση τού εγκεφάλου. Και δεν έχει γλώσσες πιο επιστημονικές ή πιο χιουμοριστικές. Πιο λογοτεχνικές ή πιο τεχνικές. Είπαμε, να μιλήσουμε σοβαρά, έτσι δεν είπαμε; Να μη λέμε αποψάρες τώρα. Α μπράβο. Ε λοιπόν δεν έχει τέτοια. Καμία γλώσσα δεν ξεχωρίζει από τις άλλες. Γιατί δεν υπάρχει τρόπος να ξεχωρίσει. Γενικώς ειπείν, δεν υπάρχουν γλώσσες πιο. Κάθε γλώσσα είναι ούτως ή άλλως πιο. Είναι θαύμα.

Κάθε γλώσσα και μια μάνα. Ένα παράθυρο στον κόσμο. Ένα αποτέλεσμα όσμωσης – σκέψεις και ηχητικές και τυπολογικές αντιστοιχίσεις, δομές δουλεμένες από κοινωνία ανθρώπων που για τους άλφα και βήτα λόγους μέσα στον χρόνο καλλιέργησαν τη συνεννόησή τους, την ευκολύνθηκαν, τους ταίριαξε, και ταυτόχρονα χτίσαν τους εαυτούς τους, την οπτική τους για τον κόσμο και τη γλώσσα την ίδια – πώς αυτή η φυλή ολόκληρη αντιλήφθηκε και το σύμπαν αλλά και εαυτήν μέσα στο σύμπαν. Δεν είσαι βέβαιος ποιο είναι το μάρμαρο και ποια η σμίλη. Κάθε γλώσσα κι ένα παράθυρο στο επιστητό, αλλά κι ένα εργαλείο, μια καταγραφή περιπέτειας, κάθε γλώσσα κι ένα ακόμη παρατηρητήριο, και κάθε γλώσσα κι ένα αυτοπαρατηρητήριο. Ένας δρόμος γνώσης και αυτογνωσίας και μαζί κι ένας χάρτης. Όλες μαζί οι γλώσσες, όλη μαζί η εμπειρία και η περιπέτεια τού ανθρώπου – για τον ίδιο τον άνθρωπο και για ό,τι αυτός δεν ξέρει να προσεγγίσει: ο θεός δεν μπόρεσε να είναι παντού, κι έφτιαξε τις γλώσσες. Έτσι θα μπορούσε να λέει η καλή μας παροιμία, η γίντις.

Και μεγάλωσε ο κόσμος και απλώθηκε, κι αρχινήσαμε καθόδους, ανόδους, ανακατέματα, ταξίδια, κατακτήσεις, με το καλό ή με το ζόρι, με το μπαμπάκι ή με τα αίματα, παντού, ποτάμι, και την ακούσαμε, ο ένας τη γλώσσα του αλλουνού. Κι αρχίσαμε το νταλαβέρι, κάποιοι πάνω στο κολάι είχαμε πληρέστερη πρόταση πολιτισμού, εναργέστερη και προοικονομημένη, πιο έτοιμη, και χαρίσαμε δω κι εκεί, αφιλοκερδώς, περάστε κόσμε, κι άλλοι σε άλλες ώρες, πιο δύσκολες και πιο χειμερινές, πήραμε και δανειστήκαμε, αφειδώς, από ’δώ κι από ’κεί, τζάμπα είναι, άμα ο άλλος τα ’χει πιο έτοιμα από σένα, παίρνεις και παραπαίρνεις, βλαμμένος είσαι; Όχι, δε χάνεις. Όχι, δεν είναι ντροπή. Όχι, δεν ξεμένεις από γλώσσα ρε φίλε, δε χάνονται έτσι οι γλώσσες, επειδή, ας πούμε, παίρνεις από τους άλλους και λες πράματα που δεν τα χεις σκεφθεί εσύ. Δεν παθαίνεις τίποτε. Αυτές είναι γκρίνιες των γερόντων – αυτοί που κάθονται στα παγκάκια και περνάν τα κορίτσια με όλα απ’ έξω ν’ ανεμίζουν, και σχολιάζουν αυτοί, τσ τσ, τι σου είναι σήμερον η νεολαία, ξετσίπωτη, εχάθη ο πολιτισμός μας. Ναι αλλά άμα σε γλυκοκοίταζε η μικρά, θα σου ’λεγα εγώ, τσ τσ, θα επανανεκάλυπτες το γλυκό μυστήριο της ζωής και θα ’σουν μια χαρά ευπροσήγορος και μειλίχιος. Αντ’ αυτού, επειδή δε μπορείς πια να μασήσεις, εβεβαιώθης δια τας βλαβεράς συνεπείας του κρέατος. Και επιχειρείς να μας πείσεις και μάς. Άσε μας ρε μάστορα.

Δε χάνονται οι γλώσσες επειδή κάποιος σε βρίσκει ντελούλου[1] και δε σου κάθεται. Είσαι εσύ καλύτερος που στα δικά σου χρόνια έβρισκες τον άλλον ντελή[2] και του την έπεφτες; Δε χάνονται οι γλώσσες, μεγάλε. Ντοντ γουόρι. Πρέπει να χαθούν οι ανθρώποι τους πρώτα. Να χαθεί η λογική. Η ρίζα. Η οπτική. Η μάνα. Η εφέστια εικόνα[3]. Δεν έχεις κανέναν λόγο να ανησυχείς. Αν η μάνα είναι ζωντανή, η γλώσσα δεν πεθαίνει. Κι αν πάλι δεν είναι, μη σ’ απασχολεί. Πριν χαθεί η γλώσσα, θα έχει ήδη χαθεί το σύμπαν ολόκληρο, κι εσύ μαζί. Δε μπορείς να κάνεις κάτι. Δεν θα είσαι καν εκεί να ανησυχείς και να στηθοδέρνεσαι. Ούτε εσύ, ούτε κανείς τής ομογλωσσίας[4]. Δε θα υπάρξει πόνος.

Γκοτ χοτ νιτ γκεκέντ τσάιν ουμετούμ, χοτ ερ μπεσάφν μάμες. Ο θεός δεν μπόρεσε να είναι παντού, κι έφτιαξε τις μάνες. Την αγαπάμε και τη λατρεύουμε, τη μάνα μας, και είμαστε τρελοί για δαύτην. Μας έδωσε ζωή. Μας δίνει σκέψη. Μας την οργανώνει. Μας χαρίζει τον κόσμο. Κι εμείς τής το επιστρέφουμε. Την διακονούμε, την περιποιούμαστε, την καλλιεργούμε και την πλουτίζουμε, μη μου άπτου την έχουμε, μη βρέξει και μη στάξει, την κάνουμε επίδειξη, σα γύφτικα σκεπάρνια καμαρώνουμε, μ’ αυτήν αγαπάμε και μ’ αυτήν πολεμάμε, σκεφτόμαστε, γράφουμε, διαβάζουμε, ερωτευόμαστε, πατάμε προσεκτικά μην πούμε καμιά κοτσάνα – αυτή είμαστε εμείς, κι εμείς αυτή.

Πρέχ(ε)ρ[5] το λένε στα αλβανικά. Γλυκιά λέξη. Είναι αυτό που στα αγγλικά λέμε λαπ[6]. Το μπρος μέρος των μηρών. Εκεί που σε καθίζει η μάνα. Η ποδιά. Ο κόλπος. Τα γόνατά της. Εκεί που ησυχάζουμε – εκεί που ξέρουμε ξανά τι μας γίνεται. Που είμαστε ασφαλείς. Που έρχονται τα πράματα στη θέση τους. Σπίτι. Χάιματ[7].

Ο καθείς και η μάνα του. Ο καθείς και η αγκαλιά που τον μεγάλωσε. Έτσι πάει. Κάθε άνθρωπος και μάνα, κάθε μάνα κι ένας κόσμος. Άπειροι κόσμοι σαν και τον δικό μας. Κάθε μάνα κι ένας σεβασμός. Εντάξει, δε γίνεται να γνωρίζουμε τη μάνα καθενός εκάστου. Υπάρχουν και μεταφραστές, του ονείρου ταξιδιώτες, γεφυροποιοί, άνθρωποι σε δυο βάρκες, κι από ’δώ και από ’κεί. Εμείς τη δικιά μας ξέρουμε, αυτήν υποληπτόμεθα. Άντε και καμιά ξένη. Και πάντα αυτή η δικιά μας η μάνα, αυτή μάς φαίνεται η καλυτερότερη του κόσμου. Ανθρώπινο είναι. Ηδύ. Μάνα, δε βρίσκεται λέξη καμιά, να ’χει στον ήχο της τόση αρμονία.

Αλλά δεν θα το υποστηρίξουμε και στα σοβαρά να μειδιά ο κόσμος μαζί μας. Δεν είμεθα και τίποτις ψεκ να βγαίνουμε να λέμε χαζομάρες δημοσίως, όχι η δικιά μου είναι η καλυτερότερη, όχι η πλουσιότερη, η ακριβέστερη, η ποιητικότερη, όχι οξυγονώνει τον εγέφαλο – ντροπή. Είπαμε. Αλλά όχι κι έτσι – μη γινόμεθα και ρεζίλι.

Άλλο αγαπώ τη μάνα μου, κι άλλο γελάν μαζί μου και τα δωδεκάχρονα.



-----------------------------------------

[1] ντελούλου: σημερινή αργκό, από το αγγλ. delusion και delusional. «Εντάξει, νομίζει ότι όλες μόνο αυτόν κοιτάνε – μιλάμε και πολύ ντελούλου το άτομο.»

[2] ντελής (και δελής): παρωχημένο, τουρκ. telü: τρελός, παράτολμος.

[3] εφέστια εικόνα: η εικόνα τού προστάτη ή της προστάτιδος αγίας – εκείνη που βρίσκεται πάνω από την εστία τής Μονής.

[4] ομογλωσσία: 1. το να μιλά κανείς την ίδια γλώσσα με κάποιον άλλον. 2. σύνολο συγγενών γλωσσών με κοινή καταγωγή.

[5] prehër, -ri /ˈpɾehəɾ/, αλβ. *prōjena, εμπρός μέρος των μηρών, από την κοιλιά ώς τα γόνατα, συνεκδ. ποδιά, και μεταφ. (με μεγάλο συναισθηματικό φορτίο) απάγγιο, καταφύγιο, κόρφος, αγκαλιά, γόνατα.

[6] lap /læp/, παλ. αγγλ. læppa, φούστα ή απόπτυγμα ρούχου, πρωτογερμ. *lappô, ύφασμα, ράκος, ίσως ΠΙΕ *leb-, κρέμομαι χαλαρά. Διάφορες σημασίες. Αυτή που μας ενδιαφέρει εδώ είναι οι μηροί καθισμένου ανθρώπου και συνεκδοχικά η ποδιά, το ρούχο σ’ αυτήν την περιοχή, που καλύπτει μηρούς και γόνατα. Μεταφ. ο κόρφος, τα γόνατα, η αγκαλιά.

[7] Heimat /ˈhaɪ̯ma(ː)t/ (die), μεσ. άνω γερμ. heimuote, heimüete, παλ. άνω γερμ. heimōti, heimuoti, πρωτο δυτ. γερμ. *haimōdī, γερμ. το μέρος για το οποίο έχει κανείς ισχυρότατη αίσθηση τού ανήκειν, και συνήθως ριζωμένη αίσθηση βαθιάς στοργής και συμπάθειας. Μπορεί να είναι τόπος καταγωγής αλλά συχνά είναι το μέρος - μητέρα, εκεί που κανείς έχει δημιουργήσει τις μεγαλύτερες συναισθηματικές συνδέσεις, ενδεχομένως εκεί που (αυτο)δημιουργήθηκε, έκανε οικογένεια, μεγάλωσε παιδιά κ.λπ. Εκεί που κάποιος νιώθει «σπίτι». Μπορεί να είναι χώρα, μπορεί πατρίδα, αλλά συνήθως είναι μάλλον μικρή γεωγραφικά περιοχή με συγκεκριμένες παραδόσεις, κλίμα, τοπίο, τοπική διάλεκτο, κ.λπ. Ακόμη κι όταν πρόκειται για χώρα, ο όρος αναφέρεται στή βαθύτατη συναισθηματική σύνδεση μ’ αυτήν.

-----------------------------------------

Στην εκόνα: φανταστική επιγραφή που ανακαλύφθηκε σε φανταστική χώρα. Εκεί, σ’ αυτήν τη χώρα τη φανταστική, τα νήπια μιλούν αυτήν την άγνωστη γλώσσα με τα χιλιάδες μυστήρια γράμματα, και τη μιλούν φαρσί. Έτσι είναι τα νήπια.

-----------------------------------------

Βιβλία, άρθρα, αποσπάσματα: Chomsky, Boas, Everett, Ανδριώτης, Χατζιδάκης, Μπαμπινιώτης, Τριανταφυλλίδης, Τοπιντζή, Walter, Θωμαδάκη, Παντελίδης, Grimm.

Λεξικά Chantraine, Κουμανούδη, Αλβανικό Σιδέρη, Wiktionary, Βικιλεξικό, Collins, Μπαμπινιώτηδες.

Βικιπαίδεια. Διαδίκτυο.






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.