Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πυρφόρος

Σιγῶν θ᾽ ὅπου δεῖ καὶ λέγων τὰ καίρια. Σιωπηλός όποτε πρέπει και μιλώντας όποτε είναι καιρός. Όποτε είναι ώρα.

Στίχος του Αισχύλου είναι. Από τον Προμηθέα του. Όχι τον Δεσμώτη. Τον άλλον τον Προμηθέα. Τον Πυρφόρο. Τα γράφει ο Αύλος Γέλιος αυτά, ο Ρωμαίος. Συγγραφέας και γραμματικός. Που γεννήθηκε και έζησε στη Ρώμη – ο Γέλιος. Ρήτορας, και καλοσπουδαγμένος – εντάξει, δεν ξέρουμε και τις φοβερές λεπτομέρειες για δαύτον, αλλά έζησε κάπου μεταξύ 125 και 180, μετά Χριστόν φυσικά. Καλό σπίτι, φράγκα, άνεση, ρητορικές, φιλοσοφίες, και είχε και διασυνδέσεις ο κύριος, όχι παίξε γέλασε, τα λέγανε με τον Φαβρόνιο, τον σοφιστή και σκεπτικό, και με τον Ηρώδη τον Αττικό – μάλιστα, τον δικό μας τον Ηρώδη, αυτόν τού Ωδείου, που πάμε τα καλοκαίρια, πάνω διάζωμα, κάτω διάζωμα, τον Αθηναίο μεγιστάνα και πολυτάλαντο πολιτικό μηχανικό. Λούκιος Βιμπούλιος Ίππαρχος Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης, έτσι λεγόταν ο πώς τον λεν.

Αλλά φύγαμε από το θέμα μας – για τον Αύλο Γέλιο λέγαμε. Αυτόν λοιπόν τον μάθαμε από τις Αττικές Νύκτες του. Φαίνεται ότι ένα διάστημα εγκαταστάθηκε στας Αθήνας κι ήτανε χειμώνας καιρός και νύχτωνε απ’ τις πέντε το απόγευμα οπότε, τι να ’κανε κι αυτός, καθόταν ο άνθρωπος, άναβε ένα λυχνάρι, κι έγραφε. Αττικαί Νύκτες. Κι έχει διασωθεί ολόκληρο, είκοσι βιβλία ήταν και μόνο ένα απ’ αυτά δεν έχει φτάσει ώς εμάς. Præfatio και Liber Primus ώς Liber Vicesimus. Πολύ πράμα.

Και τι διελαμβάνετο το πόνημα; Ό,τι μπορεί να φανταστεί άνθρωπος. Σημειώσεις. Επί παντός. Ό,τι υπέπιπτε στην αντίληψή του, του Αύλου Γέλιου, του τραβούσε και μια εγγραφή. Τι θες – γραμματικά, σχόλια, φιλοσοφία, κριτική, φιλολογικά, ιστορικά, γεωμετρία, ό,τι πιθανό και απίθανο του έκανε εντύπωση. Χωρίς κάποια σειρά, χωρίς ταξινόμηση, έτσι, αχταρμαδοειδώς – μια ατέλειωτη σειρά σκέψεων.

Εντάξει. Σιγά τον συγγραφέα, και σιγά το πόνημα, θα μου πεις. Δεν έχεις και μεγάλο άδικο. Έλα όμως που είναι από τα πολυτιμότερα συγγράμματα που έχουν φτάσει ώς εμάς. Γιατί; Γιατί μέσα στο ετερόκλητο περιλαμβάνονται απίθανες πληροφορίες, που κανείς άλλος δε σκέφτηκε ποτέ να καταγράψει – ένα σωρό πραματούλια – πλίνθοι κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι, αλλά θησαυρός. Διαμαντάκια.

Και μέσα ’κεί έχει μια σημείωση ο φίλος – άκου τι σκέφτηκε να καταγράψει: ότι ανακάλυψε λέει έναν στίχο τού Ευριπίδη που θα πρέπει να είναι κλεμμένος από τον Αισχύλο. Γράφει, λέει, ο Ευριπίδης στην Ινώ «σιγᾶν θ᾽ ὅπου δεῖ καὶ λέγειν ἵν᾽ ἀσφαλές» και πρέπει αυτό να το ’χει πάρει απ’ τον Αισχύλο —αφού ο Αισχύλος ήταν παλιότερος— που έγραφε στον Προμηθέα Πυρφόρο «σιγῶν θ᾽ ὅπου δεῖ καὶ λέγων τὰ καίρια». Σχεδόν ίδιος στίχος.

Αριστούργημα. Πρώτον για την αναφορά στην Ινώ, και δεύτερον γιατί λέει aput Aeschylum ἐν τῷ πυρφόρῳ προμηθεῖ, δηλαδή στον Προμηθέα Πυρφόρο του Αισχύλου. Άρα υπήρχε και Προμηθέας Πυρφόρος στην τριλογία, μαζί με τον Προμηθέα Δεσμώτη. Εξαιρετικό. Ο Προμηθέας που φέρει το πυρ, κατά πάσα πιθανότητα το τρίτο έργο της τριλογίας. Με τη σειρά τού Ησιόδου, πρώτος έρχεται ο Δεσμώτης που αλυσοδένεται στον βράχο επειδή έφερε τη φωτιά στους ανθρώπους, και που τους έμαθε και τέχνες διάφορες. Έπειτα ο Λυόμενος —σπαράγματα έχουν μείνει απ’ αυτόν— και τέλος ο Πυρφόρος.

Όχι, ψέματα, δεν ήταν ο Αύλιος το θέμα μας. Ήταν ο Πυρφόρος. Γι’ αυτόν ξεκινήσαμε να λέμε. Για τον Προμηθέα που φέρνει τη φωτιά και τις τέχνες στους ανθρώπους. Έτσι θα το κάνεις αυτό, αλλιώς θα το κάνεις το άλλο. Ο μέγας πολυτεχνίτης. Συνετός θα πει. Προνοητικός ο Προμηθέας και εκ των υστέρων ο αδελφός του, ο Επιμηθέας. Αν και παίζει και η θεωρία ότι όχι, από το σανσκριτικό pra math, που θα πει κλέβω, ο κλέφτης της φωτιάς δηλαδή. Δε βαριέσαι. Ό,τι κι αν έχει στη ρίζα του, το αποτέλεσμα μετράει: ο Προμηθέας είναι το νόου χάου. Είναι ο κολλητός τού ανθρώπου – μ’ έναν τρόπο αν τον δεις είναι αυτός που ανοίγει τον δρόμο, είναι η τεχνογνωσία, η τέχνη, όχι αυτό που λέμε art, αυτό που λέμε craft, μάθε τέχνη κι άστηνε, έτσι φτιάχνονται τα μέταλλα και τα σπαθιά, έτσι τα κοντάρια, έτσι ο τροχός κι η άμαξα, έτσι ψήνεται ο πηλός, έτσι σχεδιάζεται το πλοίο, να πώς οι λέβητες, να οι ατμομηχανές, τ’ αεροπλάνα και βαπόρια, να πώς γίνονται τα τσιπάκια, ορίστε πώς προγραμματίζεις υπολογιστές, να σου και η τεχνητή νοημοσύνη – που μόνο νοημοσύνη δεν είναι, αλλά τεχνητή είναι και παραείναι, ένα craft είναι κι αυτή, μια τέχνη – αλλά μην ανοίξουμε τέτοια συζήτηση τώρα, περασμένη ώρα.

Τέχνη, τεχνική, χειροτεχνία. Κατασκευή. Κατασκευαστική. Από κινητήρες και τουρμπίνες μέχρι σπίτια, γεφύρια και δρόμους. Το ’παμε: πολυτεχνείο. Που, παρεμπιπτόντως, δεν ήταν ελληνικά, το ’ξερες; Πολυτεχνείο. Λ’ εκόλ πολιτεκνίκ ετ ιν εκόλ ντ’ ινζενιέρ. Μια σχολή μηχανικών. Γαλλοκατασκευή η λέξη, εκόλ πολιτεκνίκ – το πιάσαν τα ελληνικά, πολυτεχνικό σου λέει, βάλε και το -είο απ’ το σχολείο και τσουπ, Πολυτεχνείο. Ελληνικά πλέον.

Πολυτεχνείο. «Περί επαιδεύσεως εις την αρχιτεκτονικήν» έγραφε το βασιλικόν διάταγμα τού 1837 – να φτιαχτεί λέει τεχνικό σχολείο να λειτουργεί Κυριακές και αργίες —γιατί τις άλλες μέρες δουλεύουν ο κόσμος— και να μαθαίνουν πέντε πραματούλια όσοι θένε να γίνουν αρχιτεχνίτες στην οικοδομή, να ξέρουν κάτι τις παραπάνω. Και πλακώσαν μαθητές και καθηγητάδες, ενθουσιασμός, ζήλος, και γίνηκε καθημερινό το σχολείο, και μπήκε η βιομηχανία και είπε κάτσε να τους μάθουμε και τίποτις πιο ιντουστριέλ, όχι σκέτη οικοδομή, και βάζει κάτι λεφτούλια που είχε ο Στουρνάρης, και ψήνει και τους συγγενήδες του τους Τοσιτσαίους και τον Αβέρωφ, και να ’μαστε: 1887 κι έχουμε τετραετή φοίτηση πολιτικούς μηχανικούς και μηχανολόγους μηχανικούς. Και πρόσθεσε σιγά σιγά και ηλεκτρολόγους, βάλε χημικούς, βάλε τοπογράφους – ξέρεις πού βρισκόμαστε σήμερα; Έχουμε ξεφύγει. Τι αγρονόμοι, τι πληροφορικάριοι, τι μεταλλειολόγοι, τι ναυπηγοί – είπαμε: τέχνες. Πώς γίνεται τι.

Να γιατί λέγαμε για τον Πυρφόρο, αυτό ήταν το θέμα μας: ο Προμηθεύς Πυρφόρος. Ο προστάτης του Πολυτεχνείου. Ο αρμόδιος Τιτάν. Ο πώς και τι. Ο τεχνίτης. Που ερευνά τον τρόπο, τον κάνει μέθοδο, και πάντα ερευνά, και πάντα βρίσκει. Τον έχουν στο έμβλημά τους, στο εμιπί. Άμα πας στο κατάστημα, εκεί που ψωνίζεις αναμνηστικά και τα παρόμοια, θα τα δεις, έχει μετάλλια: ο Προμηθεύς Πυρφόρος.

Και φωνάζουν τα μεγάφωνα απ’ έξω, σαν τον αητό φτερούγαγε στη στράτα, τον καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια. Και είμαστε δυο, η ώρα σήμανε οχτώ. Μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ, σήμερα συ, αύριο εγώ. Δύο τέταρτα, μούμπα πούμπα, απλοί ρυθμοί, παλαιά θρησκευτικά άσματα, άλλης θρησκείας αυτά, εδώ είναι που ανακατεύονται οι θρησκείες, οι μύθοι και τα σύμβολα, ο Τιτάνας Προμηθέας και τα Άσματα της Εξεγέρσεως, αυτής που χρωστούσαμε και δεν διαπράξαμε, εφτά χρόνια σιωπή κι ύστερα βρέθηκε ένα αχ, ένα ασύμμετρο, μια ριπή, ασχεδίαστη, άτεχνη, όπως όλες οι ριπές και τα ρίγη, καμία σχέση με τον τιτάνα και τους επιμελημένους του σχεδιασμούς και τις τέχνες του, αλλά ήταν βλέπεις το μπραφ που χρωστάγαμε και που δεν είχαμε κάνει, κι έτσι σήμερα που ντρεπόμαστε για την τότε σιωπή μας, αποσιωπούμε ότι ήταν ασχεδίαστο και στα κουτουρού, ψέλνουμε με βρόντο εκείνα τα θρησκευτικά άσματα του παρελθόντος και ξορκίζουμε τις ενοχές μας. Μεταλαμβάνουμε όλοι λίγη επαναστασούλα. Σώμα και αίμα.

Ανακάτεμα. Δεν είναι τίποτε καινούριο. Ο Δίας Βαλ. Ο Παρθενών ως Παναγιά η Αθηναία. Και πυριτιδαποθήκη, και τον πήρε η μπάλα του Μοροζίνη. Αλλαγές χρήσεως. Παντρέματα. Και το Θησείο, Άη Γιώργης. Έτσι άλλωστε διασώθηκε. Το Πολυτεχνείο του Προμηθέως γίνηκε Εξέγερση του Πολυτεχνείου, έκλεισε η πόρτα του για πάντα, κι έτσι πάει ο κόσμος. Με γκράφιτι και πανό. Είναι ένας τρόπος να μη σταματάει το σύμπαν. Κάποια μέρα, μετά που θα περάσει καιρός, τα πράματα θα έχουν ξεκαθαρίσει απ’ την παλιά σκουριά, κι ό,τι είναι να έχει σωθεί, θα έχει σωθεί. Αυτός είναι ο τρόπος μας των ανθρώπων.

Και μέχρι τότε, λεβέντης εροβόλαγε. Αλλά είπαμε: φρονίμως σιγῶν θ᾽ ὅπου δεῖ καὶ λέγων τὰ καίρια.








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.