Εκκλησία. Εκ του εκκαλώ. «Ἐπειδὴ τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, παρεληλύθει τὰ Διονύσια, ἐγίγνοντο δὲ αἱ ἐκκλησίαι, ἐν τῇ προτέρᾳ τῶν ἐκκλησιῶν ἀνεγνώσθη δόγμα κοινὸν τῶν συμμάχων.»[1] Καθώς είχαν παρέλθει τα Διονύσια, άνδρες Αθηναίοι, και συγκαλείτο η εκκλησία του δήμου, στην πρώτη της συνεδρίαση διαβάστηκε απόφαση κοινή των συμμάχων. «Ἐκκλησιάσαι γοῦν ἐδεόμην οἴκοι μένων»[2], έχω να μείνω στην πατρίδα και να πάω στη συνέλευση του δήμου. «Τὸ δὲ πάντων μέγιστον, ὅτι ἡ μὲν τοῦ νομοθέτου κρίσις οὐ κατὰ μέρος, ἀλλὰ περὶ μελλόντων τε καὶ καθόλου ἐστίν, ὁ δ᾽ ἐκκλησιαστὴς καὶ δικαστὴς ἤδη περὶ παρόντων καὶ ἀφωρισμένων κρίνουσιν.»[3] Και το σημαντικότερο όλων είναι ότι η κρίσις του νομοθέτη δεν είναι περιπτωσιολογική, αλλά για το μέλλον και το όλον, ενώ το μέλος της εκκλησίας τού δήμου και ο δικαστής αποφασίζουν για τα τωρινά και συγκεκριμένα. Εκκλησιάζομαι, δηλαδή πάω στη μάζωξη. Και με τρόπο μυστήριο, συμμετέχω κι όλας. Οίκοθεν νοείται. Μαζί οι δύο έννοιες – και πάω, και συμμετέχω. Δεν πάω και ...
επί παντός