Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Εκκλησία



Εκκλησία. Εκ του εκκαλώ. «Ἐπειδὴ τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, παρεληλύθει τὰ Διονύσια, ἐγίγνοντο δὲ αἱ ἐκκλησίαι, ἐν τῇ προτέρᾳ τῶν ἐκκλησιῶν ἀνεγνώσθη δόγμα κοινὸν τῶν συμμάχων.»[1] Καθώς είχαν παρέλθει τα Διονύσια, άνδρες Αθηναίοι, και συγκαλείτο η εκκλησία του δήμου, στην πρώτη της συνεδρίαση διαβάστηκε απόφαση κοινή των συμμάχων. «Ἐκκλησιάσαι γοῦν ἐδεόμην οἴκοι μένων»[2], έχω να μείνω στην πατρίδα και να πάω στη συνέλευση του δήμου.

«Τὸ δὲ πάντων μέγιστον, ὅτι ἡ μὲν τοῦ νομοθέτου κρίσις οὐ κατὰ μέρος, ἀλλὰ περὶ μελλόντων τε καὶ καθόλου ἐστίν, ὁ δ᾽ ἐκκλησιαστὴς καὶ δικαστὴς ἤδη περὶ παρόντων καὶ ἀφωρισμένων κρίνουσιν.»[3] Και το σημαντικότερο όλων είναι ότι η κρίσις του νομοθέτη δεν είναι περιπτωσιολογική, αλλά για το μέλλον και το όλον, ενώ το μέλος της εκκλησίας τού δήμου και ο δικαστής αποφασίζουν για τα τωρινά και συγκεκριμένα.

Εκκλησιάζομαι, δηλαδή πάω στη μάζωξη. Και με τρόπο μυστήριο, συμμετέχω κι όλας. Οίκοθεν νοείται. Μαζί οι δύο έννοιες – και πάω, και συμμετέχω. Δεν πάω και παίζω με το κινητό, τσεκάρω το μέσεντζερ και τέτοια. Όχι. Πάω ίσον συμμετέχω.

Και τι κατάλαβα που συμμετέχω; Πώς. Ακούω τους άλλους, λέω τι σκέφτομαι, σκεφτόμαστε τόσοι νοματαίοι, ξανασκεφτόμαστε, ξαναλέμε, και συντίθεται πράμα. Γινόμαστε ένα. Ξέρω, δεν το πολυκαταλαβαίνουμε αυτό πια. Σιγά που θα πάμε στη συνέλευση. Δουλευόμαστε; Αφού θα ’χουν κατεβάσει τα κουκιά οι άλλοι και θα τη φάμε. Εκτός αν είμαστε εμείς τα κουκιά, οπότε τρέχουμε, ψηφίζουμε και περνάει το δικό μας. Κι όχι των άλλων.

Εντάξει, έτσι το βλέπουμε σήμερα. Η απομάγευση της συνέλευσης. Αλλά η σκέψη πίσω από τη λέξη είναι άλλη: η συμμετοχή. Η σύσκεψη. Η περίσκεψη. Η σύσταση σώματος από πολλούς. Σώματος που σκέφτεται. Σώματος ζώντος, με συνείδηση. Σώματος που κοινωνεί – ορίστε, να κι άλλη νέα λέξη.

Το μυστικό της Αγίας Τριάδας το αξεπέραστο: ότι είναι ένα. Αν δηλαδή αρχινίσουν οι σκέψεις ποιος είναι πρώτος και ποιος δεύτερος, ποιος κυβερνάει ποιον, ποιος προηγείται και ποιος έπεται, τέλος. Το ον κουλουριάζεται και κλείνει ερμητικά. Και σιωπά. Δεν του παίρνεις κουβέντα. Έχει επέλθει η αίρεσις – δες άγνωστες λέξεις που μαζεύονται.

Τέλος πάντων. Μακρηγορούμε. Αλλά έτσι γίνεται, γιατί γλώσσα είναι και γυρίζει, και λέξη δεν είναι αυτό που εσήμαινε, αλλά αυτό που σημαίνει οριστικώς. Σήμερα. Που πια εκκλησία είναι το κτήριο – αυτό με τους τρούλους. Και είναι και ο οργανισμός – Εκκλησία της Ελλάδος, φέρ’ ειπείν. Άντε και ο οργανισμός γενικώς – η εκκλησία τούς γιορτάζει στις 29 Ιουνίου, τον Πέτρο και τον Παύλο.

Αλλ’ αυτό είναι που σε αναγκάζει να μακρηγορείς – η παλιά η σκέψη που πια δεν υπάρχει στη λέξη – έλα όμως που υπάρχει και φωνάζει: ότι εκκλησία είναι το όλον. Η συμμετοχή. Η σύνθεση. Η συνοδικότητα – έτσι τη λέει. Η συνέργεια. Η ενότης δια της διαφορετικότητος. Τάσις και λύσις. Του την έλεγε ο Παύλος τού Πέτρου. Ο των έξω την έλεγε τού των έσω. Αλλά εκκλησία είναι ο τρόπος που αυτά γίνονται ένα. Στην κοσμική της εκδοχή, η έννοια της εκκλησίας παραμένει καλά κρυμμένη πίσω από το εκλογικό σώμα. Είναι ο μυστικός τρόπος δια του οποίου συντίθεται αποτέλεσμα ενώ παρασιωπάται η αγάπη – πω πω, πόσες νέες λέξεις.

Ἔδοξεν ἡμῖν ὁμοθυμαδόν[4]. Το διαλαλούν τα ψηφιδωτά της Ελληνικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: κάθε ψηφίδα τα δικά της. Και το όλον παράγεται εκ της ενότητος εν διαφορά. Ἔδοξεν γὰρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν[5]. Όλων μαζί. Εξ αδιαιρέτου.

Ας λέει. Ας τρώγεται με τα ρούχα του κι ας φωνάζει. Ας ολοφύρεται κι ας απειλεί. Ο άνθρωπος, όπως κι αν σκεφτεί, τα ίδια πάντα θα σκέφτεται.


-------------------------------------

[1] Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος (69)
[2] Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες (1027)
[3] Ἀριστοτέλης, Ρητορική (1354b)
[4] Πράξεις, 15,25
[5] Πράξεις, 15,28











Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.