Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πεσάχ




Μπροστά τους ο Ισραηλιτικός Ναός. Του Αγίου Ανδρέου. Ταπεινό εκκλησάκι μικρό, παμπάλαιο. Λιθόκτιστο. Τοίχοι χοντροί, καπνισμένοι, κι αγιογραφίες σκοτεινιασμένες. Τουλάχιστον από την Επανάσταση. Χίλια οχτακόσια. Μπορεί και παραπάνω. Και κει, μπροστά στην είσοδό του, συναντιώνται Εκείνος και η Εβραία. Εκείνος γέρος δεν είναι. Αλλά ούτε και νέος. Όμορφος; Μπα. Εκείνη όμως είναι τόσο νέα! Τόσο ωραία! Δροσιά. Κάλλος. Λεπτή και με μπόι. Και, σαν να μην έφτανε η ομορφιά της, ή σαν υπηρετώντας την αυτήν την ομορφιά, φορά τα γλυκά της πράσινα που εφαρμόζουν στο κορμί της σαν σε ελάφι. Μαρία και Μάρθα μαζί.

Εκείνος τής είχε ζητήσει τα Αρχαία Κείμενα να τα μελετήσει. Του τα είχε δώσει πρόθυμα, και τώρα αυτά κρατά στο χέρι του. Τις σχετικές φωτοτυπίες, βέβαια. Βλέπετε, αναζήτησε και θέλησε να τηρήσει τους Ιερούς Κανόνες του Πάσχα - έτσι, για αλλαγή. Από σέβας. Για Κοινωνία. Γιατί όταν τηρείς ξένους κανόνες, κι όταν διέρχεσαι μέσα από ξένες τελετές, και φίλος γίνεσαι με τον Άλλο, αλλά και κατανοείς τα δικά σου, κανόνες και τελετές. Οπότε πάλι φίλος γίνεσαι.

Για να αποδειχθεί όμως ότι είναι ζόρικο το πράγμα. Αν ξεκινήσεις με τον έναν απ' αυτούς εδώ τους κανόνες, συνεπάγεται ο δεύτερος, κι αυτός σε οδηγεί σε τρίτον, όχι εδώ νηστεία, όχι εκεί πέντε μέρες αλαλία, όχι το 'να, όχι τ' άλλο, και το 'να δένει με τ' άλλο, κι όλα διέπουν και διέπονται. Μύριες μικρές σκλαβιές.

Πώς λένε στα Εβραϊκά «Καλό Πάσχα»; τη ρωτά. Χαμογελά. Κι αυτός κι κείνη. Του ψιθυρίζει την ευχή. Προσπαθεί με όλες του τις αισθήσεις να συλλάβει. Και μετά να προφέρει όσο γίνεται σωστότερα τους ήχους αυτούς που δεν του λένε τίποτε. Και δεν τα πάει άσκημα! Θε μου το χαμόγελο πώς γλυκαίνει το πρόσωπό της! Την ρωτά κι άλλη ευχή. Κι άλλη. Πώς λένε αυτό. Πώς λένε το άλλο. Του τα ψιθυρίζει κι εκείνος τα επαναλαμβάνει. Την κρατά γλυκά από τη μέση. Βρίσκει, βλέπεις, πρόφαση. Α! Κάτι τα ψιθυρίσματα, κάτι οι ευχές, εκεί το χέρι του: τρυφερά γύρω από τη λυγερή της μέση.

Και πώς μπορεί να γίνει αλλιώς; Μόνο να ψιθυρίζουν γίνεται. Γιατί, κατά πώς εκείνη τού λέει, μέσα στον ναό απίθωσαν τον Κωνσταντίνο, πάνω στο πέτρινο ντιβάνι, σα βωμός που είναι, μπροστά από το ιερό, έξω από το τέμπλο. Και τώρα πεθαίνει. Ωχ! Φέρνει εκείνος την παλάμη του στο πάνω μέρος του κεφαλιού του. Σε έκφραση άφατου βαθέος πένθους. Δικός του άνθρωπος ο θνήσκων. Μήπως θα 'πρεπε να ζητήσει να τον ιδεί;

Και σεργιανίζουν στην πλατεία. Η Μαρία, αντί για μπαστούνι - όχι πως έχει κάποιο πρόβλημα με το βάδισμά της, αλλά χρησιμοποιεί μπαστούνι, και μάλιστα στηρίζεται σ' αυτό - αντί λοιπόν για μπαστούνι χρησιμοποιεί ένα μπλε στιλό ψηλό σαν εκείνη. Τριποδίζει. Με τη μύτη τού μπικ να κοιτά κάτω και να χώνεται και να μαγκώνει ανάμεσα στους παλιούς γκρίζους ομοιόσχημους κατεργασμένους κυβόλιθους που συνθέτουν το οδόστρωμα της πλατείας.

Λιθόστρωτο παλαιάς πόλης τής Ευρώπης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.