Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Συγγνώμη



Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ.

Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο.

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ,
δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο.
Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ,
μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1]

Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ;

Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» να σου βρίσκεται: συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Ότι εσύ, ας πούμε, τέτοιος είσαι εσύ. Μια μικρή Αχμάτοβα, ξερωγώ. Ένας άνθρωπος της καρδιάς. Του πάθους του ιερού.

Άσε μας ρε Μήτσο. Άσε μας κουκλίτσα μου. Απάτη μανούλα μου – πρώτα τον θες να τον κατασπαράξεις – εντάξει, άνθρωπος είσαι θα μου πεις, συμβαίνουν αυτά, αλλά αντί να του αφήσεις τον χώρο του και να δεις, αντί έστω να τα μαζέψεις και να το βουλώσεις, που θα ’ταν και το τίμιο δηλαδή, εσύ το παίζεις χριστούλης, αχ, συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Πας και μου κατσικώνεσαι στο κέντρο της σκηνής, ο πρωταγωνιστής, μ’ ένα πριόνι, το πρόσωπο το τραγικό, με σένα ν’ ασχοληθούμε, ότι εσύ ’σαι το θύμα, ούτε μισή κουβέντα για κείνονε, που τόσο τον αγάπησες, καλός, κακός, στραβός, κουτσός, τίποτα, λέξη, εσύ το κέντρο του κόσμου, ένας μικρός ναζωραίος, τώρα να, όπου να ’ναι πας γι’ αγιοκατάταξη, μια μικρή ντίβα, συγγνώμη που αγάπησες πολύ – ε δεν είσαι καργιόλα ρε Μήτσο – συγγνώμη δηλαδή. Πολύ καργιόλα, όχι παίξε γέλασε. Στο τσακ τη γλίτωσε ο άθρωπος.

Βγήκε η συγγνώμη και χάθηκε το φιλότιμο, Μήτσο μου, αυτό εγώ καταλαβαίνω. Συγγνώμη που σας αγάπησα. Και συγγνώμη που σας πάτησα. Μάλιστα, με ξενυχιάσατε. Αχ, με συγχωρείτε, σας άλλαξα τα φώτα. Παρντόν. Πλιζ φοργκίβ μι. Ενσούλντιγκουνγκ ζι μπίτε. Και δος του να βογγάει ο άλλος από μέσα του, να του ’χει κοπεί η ανάσα, να ’χει δει τον ουρανό σφοντύλι, κι εσύ περιστερά. Αγνή και παιχνιδιάρα. Συγγνώμη, κύριε. Σόρι φίλε μου. Και καθάρισες.

Συγγνώμη, το αλλάξαμε το θέμα. Αλλά έτσι παίζει σήμερα η συγγνώμη. Δαγκωνιά, συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και προσβολή – συγγνώμη αλλά είσαι και πολύ αρχίδι. Γίνηκε προειδοποίηση – συγγνώμη, λάθος κάνετε, δύο και δύο δεν κάνουν πέντε. Και έγινε και συμπαθάτε με, συγγνώμη, οδός Δορυλαίου μήπως ξέρετε; Με συγχωρείτε. Γκαρσόν! Συγγνώμη! Αλλά τίποτ’ απ’ αυτά δεν ήταν η συγγνώμη. Χριστιανικό πράμα ήταν, που —κι αυτό είναι το ενδιαφέρον— κι αυτό παραμόρφωση ήταν. Γιατί πριν από χριστιανικό ήταν ελληνικά καραμπινάτα – με άλλο όμως νόημα, ως συνήθως, έτσι γίνεται μ’ αυτές τις δουλειές, τελείως άλλο. Να πιάσουμε χαρτί και μολύβι, να το σοβαρέψουμε το ζήτημα – είσαι να την ψάξουμε την άκρη; Πάμε λοιπόν.

Αρχαία λέξη η συγγνώμη. Αλλά άλλος πολιτισμός εκείνος. Καμία σχέση. Άλλα μυαλά. Άλλο εννοούσαν. Την ίδια γνώμη εννοούσαν. Την κοινή, τη μοιραζόμενη κρίση. Τη συναντίληψη. Συν και γιγνώσκω. Είχε λογικό πυρήνα εκείνη η συγγνώμη. Γνωστική προσέγγιση. Γνωρίζω το αυτό με σένα. Μοιραζόμαστε την ίδια κρίση. Συμπίπτουμε. «Τίνος συγγνώμης ἢ τίνος ἐλέου δικαίως τεύξεται παρ᾽ ὑμῶν;»[2] αναρωτιέται ο Δημοσθένης. «Πώς θα δικαιούται την σύμφωνη γνώμη ή το έλεός σας;»

Αν συγγνώμη παρ’ αρχαίοις ήταν η συγχώρεση, θα ’βγαζε ποτέ νόημα αυτή η διάζευξη, συγχώρεση από τη μια και έλεος από την άλλη; Όχι βέβαια. Συγγιγνωσκόμενος είναι ο πειθόμενος, λέει ο Ησύχιος.[3] Γράφει ο Ξενοφών: «Ἀλλὰ σοὶ μὲν ἔγωγε συγγνώμην ἔχω· αὐτὸς μέντοι ὅπως ‹ἂν› συγγνώμης τύχοιμι παρὰ τῆς πόλεως ἄνδρα μὴ καταγιγνώσκων ἀδικεῖν οἷς ἐχρηματίσατο ἐπὶ κακῷ τῆς πόλεως οὐχ ὁρῶ.»[4] Δηλαδή, «με σένα την ίδια γνώμη έχω. Αλλά δε βλέπω πώς θα τύχω της σύμφωνης γνώμης της πόλης, αν δεν καταδικάσω άνδρα που έδρασε για κακό της.» Αναρωτιέται ο Πλάτων: «Οὐκοῦν, ἔφην, εἰκὸς τὸ πάθος τῶν οὕτω λόγων ἁπτομένων καί, ὃ ἄρτι ἔλεγον, πολλῆς συγγνώμης ἄξιον;»[5] «…και, καθώς μόλις τώρα έλεγα, δεν αξίζει πολύ να το καταλάβουμε το πάθημά τους;»

Έτσι που λες. Άλλο πράμα εκείνος ο πολιτισμός. Ούτε που τον υποπτευόμαστε σήμερα. Ούτε με το κιάλι. Καμία σχέση. Καμωνόμαστε πως ξέρουμε, αλλά ξεράδια ξέρουμε. Αυτοί ήταν τραγικοί. Είχαν σύγκρουση. Τα δυο σωστά, το ’να από δω, το άλλο από κει. Αποτέλεσμα; Θάνατος. Το έθος που έλεγε να θαφτεί ο Πολυνείκης, και το δίκαιο που έλεγε να μείνει να σαπίσει. Το χρέος από δω, ο νόμος απ’ εκεί. Αμ δε σώνεται η παρτίδα. Δεν πα ν’ αρραβωνίζεται το ήθος, η Αντιγόνη, τον υιό τού νόμου, τον Αίμονα. Θάνατος για όλους, λέμε. Καμωνόμαστε πως καταλαβαίνουμε σήμερα, αλλά τίποτα δεν καταλαβαίνουμε. Πιάνουμε το πληκτρολόγιο και ξεσπαθώνουμε στα σόσιαλ η ανάλγητη η εξουσία ο Κρέων και παπαριές μάντολες, τον κακό μας τον καιρό, χαμπάρι δεν ανθιστήκαμε το θέμα το πραγματικό, ούτε που τ’ οσμιζόμαστε, ψυχές κατακαημένες. Άλλος πολιτισμός ο δικός μας. Ο κόσμος μας εμείς, τέτοιος πολιτισμός είμαστε.

Διότι κάποτε ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, που λες, Μήτσο μου. Και απέσβετο το λάλον ύδωρ. Έπαψε ο κόσμος να τη σηκώνει την τραγωδία. Γίνηκε πολύ μεγάλος. Απλώθηκε, σαν έκρηξη. Όσο όλοι κι όλοι πέντε δέκα νοματαίοι ήμασταν, κι όσο ξερόμασταν, ο ένας με τον άλλον, αυτά είχαν πέραση. Αλλά άμα αρχίσαμε να συρρέουμε, κόσμος και λαός, όλοι στον ιππόδρομο, και γίναμε αυτοκρατορία και γίναμε ένας ο θεός, αμέσως κοπήκαν αυτά. Τι τραγωδίες κι εξυπνάδες – τώρα άλλο ήταν το θέμα: να συμπέσουμε στον χώρο τον κοινό. Να συγχωριόμαστε. Να μπει μπροστά η άφεση. Μας δουλεύουν, άφριζε ο Ιουλιανός ο δυστυχής. Ακούς εκεί, εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών. Μας κοροϊδεύουν, μες τα μούτρα μας ρε παιδιά, δεν το βλέπετε;

Δίκιο είχε ο καημένος. Χίλια δίκια είχε. Αλλά ήταν εκτός θέματος. Δεν το ’πιανε. Τη νέα αντίληψη, δεν την οσμιζόταν. Αυτός ήταν ο τρόπος να εισαχθεί η συμπερίληψη: ως άφεση. Στα Τέσσερα Ευαγγέλια, η λέξη συγγνώμη δεν υπάρχει ούτε για δείγμα – το ’ξερες αυτό; Ενώ η άφεση υπάρχει και παραϋπάρχει. Και η συγχώρεση δίνει και παίρνει. Αργότερα ο Μέγας Βασίλειος γράφει για συγχώρεση, και γράφει και για βάπτισμα και για μετάνοια, αλλά για συγγνώμη γιόκ. Κουβέντα.[6] Κι αλλού για ἔλεον. Και περί Θεοῦ τοῦ ἐλέους.[7] Και για συγγνώμη πάλι κιχ. Ενώ ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός που την αναφέρει, αλλιώς το κάνει: «ἀλλὰ παρ’ αὐτὰ τῆς κινήσεως ἐπλήγησαν, ἐπεστράφησαν, προσῆλθον, ἐγονυπέτησαν, συγγνώμης ἔτυχον, ἀπῆλθον, ἡττημένοι καλῶς, ἀμείνους ἐγένοντο, καὶ σωφρονισθέντες, καὶ συγγνωσθέντες.»[8] «Συγγνώμης έτυχον», δηλαδή έτυχαν ομογνωμίας. Και «συγγνωσθέντες». Δηλαδή αφού ήρθαν στα συγκαλά τους. «Ἐπεὶ καὶ τὸ σύγγνωμον πολλάκις μέγα πρὸς σωτηρίαν»[9], γράφει παρακάτω. Κι ακόμη πιο κάτω: «καὶ τοῦ λόγου συγγνώμην ἔχε, τοῦ τε παρεθέντος, καὶ τοῦ προσληφθέντος σὴν χάριν.»[10] Κι αλλού σημειώνει: «Αλλά συγγινωσκέτω μέν η θεία η ψυχή, και πάντ’ εμοί σεβασμία και νύν και πρότερον.»[11] Και παρακάτω: «Συγγινωσκέτωσαν δε και υμών όσοι θερμότεροι του ανδρός επαινέται˙ είπερ τις εστιν άλλου θερμότερος.»[12]

Ελληνικά όλοι τους. Όπου η συγγνώμη ως ομογνωμία παίζει. Ό,τι εννοούσαν με τη λέξη οι παλιότεροι, αυτό εξακολουθούν να εννοούν κι αυτοί. Ίδια πράματα. Με μια μικρή διαφορά, τοσηδούλα: τώρα σιγοκαίει και μια νέα σπίθα. Όπως φαίνεται στο κείμενο του Βασιλείου, έχει τώρα εισαχθεί στην ατμόσφαιρα του πολιτισμού και αιωρείται η έννοια της αφέσεως. Στην οποία νέα έννοια, της συγχωρήσεως δηλαδή, πώς θα οδηγηθούμε αν όχι δια της συγγνώμης και του συγγιγνώσκειν; Θα μου πεις, γιατί να θέλουμε να την κάνουμε τη μανούβρα. Γιατί να θέλουμε δια του συγγιγνώσκειν να συγχωρούμεθα; Εμ, διότι δι’ αυτής παρακάμπτουμε την τραγωδία, γι’ αυτό, Μήτσο μου. Γιατί αυτό είναι όλο το διακύβευμα. Αυτό είναι τώρα που παίζεται: για να απομειώνονται οι συνέπειες της κρούσης. Να απορροφάται το ωστικό κύμα. Να πάψει ο θάνατος να συνδέεται με τη λύση της σύγκρουσης μεταξύ δύο δικαίων, και να ξεκαθαρίσει η εσχατολογική αντίληψη γι’ αυτόν – ως προορισμού ζωής.

Κατά τον μεσαίωνα η γλώσσα κάποτε τις διατηρεί τις έννοιες. «Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν, […] χειμῶνος ὄντος καὶ βιαίων ἀνέμων, καὶ μὴ συγχωρούντων γενέσθαι ἐν ταῖς ἐξ ἔθους φιάλεσι.» [13] Δηλαδή ανέμων που δεν επιτρέπουν να γίνει [η τελετή] στις κανονικές φιάλες. Αλλ’ αλλού αρχίζει να τα μπουρδουκλώνει: «ὅταν σὲ στήσουν εἰς ἀρχὴν καὶ λάβῃς ἐξουσίαν, τοὺς πρὸ ἐσένα σφάλλοντας, τέκνον μου, συγγνωμόνει, τοὺς δὲ καὶ καταβλάπτοντας καὶ κρῖνε καὶ τιμώρει, διὰ νὰ σ’ ἐντρέπωνται πολλοὶ, κι ἄλλοι νὰ σὲ φοβοῦνται.»[14] Κι άλλού η νέα έννοια ξεδιπλώνεται φαρδιά πλατιά: «Ἅπαξ οὖν καὶ δὶς τοῦ μὲν ξίφους ἀποπειρώμενος, τοῖς δὲ χείλεσι ψευδεῖς αἰτήσεις συνείρων ἀπογνοὺς καὶ προσουδίσας ἑαυτὸν τῇ γῇ ἔκειτο συγγνώμην ἐξαιτούμενος.»[15] Δηλαδή «…απόγνωση τον έπιασε και καταγής απόμεινε ζητώντας συγχώρεση.»

Έμενε βέβαια μια παρεμπίπτουσα λεπτομέρεια να διακανονιστεί: αν απορροφάται η σύγκρουση, τότε τι νόημα μένει για τη λέξη «τραγωδία»; Αλλ’ αφού αποδεχόμαστε ότι ο θάνατος είναι προορισμός, εύκολα απομένει ως περιεχόμενο της τραγωδίας η ανθρώπινη ανικανότητα να γίνει αντιληπτή η νέα σκέψη και τα εξ αυτής της ανικανότητος συμπτώματα βαθύτατης θλίψης. Με άλλα λόγια η τραγωδία πλέον ενδύεται την έννοια του βαρέος πένθους. Του ανείπωτου – εκείνου των ειδήσεων των εννέα. Ο τραγικός πατέρας, οι τραγικοί νεόνυμφοι και ο τραγικός δεκαοκτάχρονος. Αυτό που δε θα θέλαμε να είμαστε στη θέση του. Το τραγικό απεκδύεται το νομοτελειακό και ενδύεται το απευκταίο. Το λυπηρό. Κι έρχεται ο κόσμος και χωράει παντού. Και συγχωρείται.

Το χοντρύναμε, ε; Ναι, το παρασοβαρέψαμε, δίκιο έχεις. Αλλά και τι να κάναμε, Μήτσο μου; Να κάναμε πως δεν καταλάβαμε; Εδώ άλλαξε ο πολιτισμός. Άλλαξε το νόημα του κόσμου. Κι από συναντίληψη, η συγγνώμη ήρθε και στρογγυλοκάθισε ως συγχώρεση. Σημασιολογική αλλαγή το λένε οι γλωσσοτέτοιοι. Semantic shift στα φράγγικα. Που από μιαν έννοια πας σε μιαν άλλη, τελείως αλλιώτικη, ενώ η λέξη παραμένει η ίδια. Στα ξένα βέβαια δεν την πατήσαν, να τα μπουρδουκλώσουν σαν εμάς. Για τη συναντίληψη αυτοί ελέγανε consensus. Κι όταν ήρθε η ώρα να συγχωρέσουνε, βάλαν μπρος το perdonare, τα άγαρμπα λατινικά της αυτοκρατορίας της χριστιανικής, και ησυχάσανε. Per και donare. Παραχωρώ. Καλό; Περίκαλο. For και give. Το ’να μετάφραση του άλλου.

Να πώς έρχεται και δένει, Μήτσο μου. Να γιατί «συγγνώμην έχω» και «συγγνώμης τυγχάνω», ναι, είναι αρχαία. Αλλά «συγγνώμη που σε πάτησα» δεν είναι πια συγγνώμη. Συγχώρα με, θα πει. Και, «συγγνώμη, αλλά αυτό είναι δικό μου», όχι αρχαία, ούτε καν ελληνικά δεν είναι. Είναι ξένα. Σημασιολογικό δάνειο. Μετάφραση τού «sorry, this is mine». Λυπάμαι θα πει, κατάλαβες; Ή, λυπάμαι που θα στη σπάσω. Ή, ακόμη χειρότερα, την έχω καταβρεί που θα στη σπάσω.

Άτιμο πράμα η γλώσσα, Μήτσο μου. Ύπουλο. Εκεί που νομίζεις πως ξέρεις τι λες, να που βγαίνεις πως δεν ξέρεις. Πως λες άλλ’ αντ’ άλλων. Πως αναχαράζεις πράματα άσκεφτα. Τουρλού. Χωρίς να τα περνάς από κόσκινο.

Αλλά εντάξει. Δε θα σκάσουμε κι όλας, Μήτσο μου. Έτσι είναι τα πράματα. Δε σημαίνουν αυτό που σήμαιναν. Σημαίνουν αυτό που εννοούμε εμείς σήμερα. Δε θα κάτσουμε να χαθούμε στην ανάλυση – γιατί λέγαμε έτσι και πώς σήμερα λέμε αλλιώς. Γιατί στο τέλος θα τη χάσουμε τη μπάλα. Θα πηγαίνουμε στο περίπτερο και δε θα ξέρουμε πώς να ζητήσουμε τσιγάρα. Άλλα θα του λέμε, άλλα θα καταλαβαίνει αυτός.

Όχι κι έτσι, Μήτσο μου. Όχι κι έτσι. Ας συνεννοούμαστε εμείς, κι ας λέμε ό,τι να ’ναι. Όπως το καταλαβαίνουμε. Αρκεί να καταλαβαινόμαστε.

Συγγνώμη, δηλαδή!





-------------------------------------

[1] Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ: Γιώργος Χατζηνάσιος, Γιώργος Κανελλόπουλος. Δήμητρα Γαλάνη. Κι αργότερα Γιάννης Πάριος.

[2] Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου, 21.105.

[3] Ἡσύχιος ὁ Ἀλεξανδρεύς, Συναγωγὴ πασῶν λέξεων κατὰ στοιχεῖον.

[4] Ξενοφών, Ἑλληνικά, 5.4.30.

[5] Πλάτων, Πολιτεία, 539a.

[6] Άγιος Βασίλειος Καισαρείας, ο Μέγας. Homilia de paenitentia. Περί μετανοίας.

[7] Άγιος Βασίλειος Καισαρείας, ο Μέγας. Homilia de misericordia et judicio. Περί ελέους και κρίσεως.

[8] Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Λόγος ιη΄. Ἐπιτάφιος εἰς τὸν πατέρα, παρόντος Βασιλείου. 26.

[9] ό.π.

[10] ό.π. 40.

[11] Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Λόγος μγ΄. Ἐπιτάφιος εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον Ἐπίσκοπον Καισαρείας Καππαδοκίας. 2.

[12] ό.π.

[13] Κωνσταντίνου τοῦ φιλοχρίστου καὶ ἐν αὐτῷ τῷ Χριστῷ τῷ αἰωνίῳ βασιλεῖ βασιλέως υἱοῦ Λέοντος τοῦ σοφωτάτου καὶ ἀειμνήστου βασιλέως σύνταγμά τι καὶ βασιλείου σπουδῆς ὄντως ἄξιον ποίημα. De ceremoniis aulae Byzantinae. 2.105 ΟΕʹ (Ξζʹ).

[14] Αγνώστου, Ἀλέξιου Κομνηνοῦ ποίημα παραινετικόν, 322-325.

[15] Άννα Κομνηνή. Αλεξιάς. 9.7.5.










Σχόλια

  1. Ανώνυμος20/5/25 12:18

    Φιλοκαλούμεν μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν....
    Το άρθρο αυτό είναι πράγματι πολύ σοβαρό . Με στήριξη με παραπομπές, ανακεφαλαίωση στο τέλος Άψογο!!! Μου θύμισε πολύ παλιά παλιά μαθήματα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.