Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων.
Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπος αλλιώς, ένας ξωτικός με περικεφαλαία και άλογο, ας πούμε τόνε λεν Αλεξανδρόπουλο, ξεκινά λοιπόν ο τύπος απ’ αυτό το βορινό χωργιό μιαν εκστρατεία. Έχει καθαρίσει στρατιωτικώς ειπείν με τους πάντες γύρω του, εσού περιλαμβανομένου, έχει μαζέψει μερικές χιλιάδες συμπατριώτες, τους έχει οπλίσει, δεν ξέρω κι εγώ με ποιο μακρουλό υπερόπλο, με το συμπάθιο, τους έχει ταράξει στα γυμνάσια και τους μαθαίνει και ουάου τακτικές, και ορμάν όλοι μαζί, περνάν τον Ελλήσποντο κι αρχινάν και κατακτάν το σύμπαν άπαν και τον κόσμο όλο ό,τι βρουν μπροστά τους.
Τρίτη πρωί έχουν ήδη μπει βαθιά στην ημετέρα Ασία και πλακώνονται στον Γρανικό και στην Ισσό με κάτι λόκαλς. Τετάρτη την πέφτουν στην Τύρο και σαρώνουν όλον τον Λεβάντε και την Αίγυπτο. Πέμπτη επιστροφή Γαυγάμηλα, ο βασιλέας των ντόπιων τέλος, και Παρασκευή λιανίζουν στον Υδάσπη κάτι άλλους λόκαλς, ντόπιους εκεινού του εκειπέρα μέρους. Ώσπου Σάββατο πρωί, πάνω που πάει να περάσει και τον Ύφαση, του τη λέει ένας στρατηγός του του Αλεξανδρόπουλου – ρε μεγάλε, νισάφι, αυτή η δουλειά θα γένεται; Λαχανιάσαμε. Εκστρατεία είπες. Όχι γραφείον ταξιδίων. Έχουμε και οσπίτια να κοιτάξουμε.
Κάνει αυτός κάτι μούτρα μέχρι κει χάμου, ο Αλεξανδρόπουλος, κλείνεται στο τσαρδί του και δεν τους μιλάει κανενού, αλλά θέλοντας μη θέλοντας λέει στο τέλος εντάξει παιδιά, όλη βδομάδα τρέχαμε, καλά είμαστε τώρα, δεν πειράζει, έχει ο θεός. Καθόνται Κυριακή να ξεκουραστούν, να βάλουν κάνα πλυντήριο τις σκελέες, να οργανώσουν εκεί τις δουλειές τους, να παντρευτούνε ξέρω γω, να κυβερνήσουν, από Δευτέρα όμως τα ΚΤΕΛ σ’ όλην αυτή την κατοικουμένη είναι φίσκα αθρώποι, από δω, από τα ξένα, από τα παλιά αλλά κι από τα κατακτημένα, απ’ όλη τη νέα αχανή επικράτεια, ξέχειλα τα λεωφορεία, τσαμπιά, από παντού προς παντού. Πρωινοί πρωινοί, όλοι οι σταθμοί γεμάτοι. Τόσον κόσμο πρώτη φορά. Τύποι κάθε καρυδιάς, οικείοι και αλλούτεροι, ξένοι τε και δικοί —τι πια δικός και τι ξένος, πάει, χάνεται η μπάλα—, ποιο όμαιμον και ομόγλωσσον, πες το καλύτερα ημετέρα παιδεία μπας και το σώσεις το πράμα.
Διότι κάνε μια βόλτα στα λιμάνια. Καλαθούνες, συμπράγκαλα, ρούχα, φέσια, σεντόνια, κότες και μαντήλες, ντελάληδες, χαλιά μαγικά, αρώματα, αυτοπροσδιορίζονται ως δικοί, όλοι, κι ακούς ό,τι να ’ναι, ακούς και ελληνικά – νέας κοπής ένα πράμα – πάντως ελληνικά. Διότι η γλώσσα μέσα σ’ ένα Σαββατοκύριακο έχει γίνει πολύ χάι, τη μιλούν μετ’ επιτάσεως και φανατισμού άπαντες όλοι, ακόμη και μεταξύ τους ρε παιδί μου, πατέρας και γιός, δε μιλάν τη μητρική τους πια, ελληνικά μιλάν, και πλέον είναι η γλώσσα της διοικήσεως, κι επίσης η γλώσσα η κοινή τους – διότι σε ποια γλώσσα να συνεννοηθούν όλοι αυτοί μεταξύ τους και να βγάλουν και νόημα; τόσοι ξένοι στην ίδια χώρα! Γλώσσα να παν στην εκκλησιά, γλώσσα να προσκυνάνε, γλώσσα να παίρν’ αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι. Και είναι και γλώσσα σικ, κατάλαβες; η γλώσσα τού Αλεξανδρόπουλου με την περικεφαλαία – βλέπεις πώς παίζει το πράμα; ζει ο Αλεξανδρόπουλος; ζει και βασιλεύει! σε κοιτάν τα κορίτσια και λιώνουν. Και οι έμποροι σού εμπιστεύονται την πραμάτειά τους και σου κάνουν βερεσέ. Και σε δέχονται στα καλύτερα σκολεία τα παιδιά σου. Περάστε. Αμ πώς.
Υπάρχουν βέβαια και θεματάκια. Τρώει ένα στραμπούληγμα η γλώσσα. Το ’χε το ζόρι προ πολλού, είναι η αλήθεια, με τόσα τραγουδιστά, τόσα πνεύματα, εδώ ανασαίνεις, εκεί κοντανασαίνεις, πιο κει ο τόνος αναβαίνει και παρέκει καταβαίνει – όπα ρε φίλε. Ήρθε κι απόγινε. Πώς θα τα πούμε εμείς όλ’ αυτά, σου λέει. Χορεύτριες είμαστε; Και το απλοποιεί. Τις Αtʰεεναi̯ς τις λέει Αθίνες, τον Χεεpʰαστο τον κάνει Ίφεστο, και την αποtʰεεκε αποθίκι, μη σου πω και αποτίκι και αποτίκ, και γίνονται αυτά ένα πράμα ολομαζί, αποθίκι και καθίκι, κατάλαβες πώς πάει, πού να κάθομαι εγώ σου λέει να στραμπουλιέμαι. Έτσι δε γίνεται πάντα; Εγώ θα σου λέω σιτ και συ θα ρίχνεις τα ταρό να βρεις αν είπα κάθομαι ή μήπως είπα φύλλο. Ή μην είπα και σκατά. Βρες το από τα συμφραζόμενα. Έτσι πάει. Σου ’πα ’γω να την κάνεις τη γλώσσα σου διεθνή; Δε σου ’πα. Όπα, ξαναλές εσύ. Σταθείτε ρε παιδιά. Βάνεις τα γέλια στην αρχή. Εντάξει. Τι να κάνουμε. Δε μπορούν όλοι να τα πουν όπως εσύ. Βάρβαροι. Στο κάτω κάτω δεν είναι η μητρική τους, έτσι δεν είναι; Κορδώνεσαι σα γύφτικο σκεπάρνι.
Μπαίνει όμως η επόμενη βδομάδα και μες τη ζάλη και το πηγαινέλα αρχίζουν και γεννιούνται και φρέσκα μωρά διότι τις νύχτες αυτοί το κάνουν όλοι με όλους, ακούραστα, όλες τις παραλλαγές, και τις μέρες μπορώ να σου πω, γλυκό πράμα αυτό, και δε χρειάζεται και σωστή προφορά, συνεννοείσαι με κραυγές και ψίθυρους, και την επομένη το πρωί τα φρέσκα τα μωρά λεν κι αυτά Αθίνε κι όχι Αtʰεεναi̯, έχουν κόψει το τραγουδιστό και τις βροντοχτυπάν τις λέξεις, και τον κακό τους τον κερό και όχι πια τον καi̯ρο. Αφού έτσι τόνε λέει η μαμά κι ο μπαμπάς. Κερό. Αφού αυτονών των καινούριων μωρών αυτή είναι πια είναι η μητρική τους. Ο κερός. Και εκεί που δεν ξέρεις πώς να το πάρεις, εκεί που βγαίνεις στα σόσιαλ κι αρχινάς, χανόμεθα, η γλώσσα μας, εκεί ένα πρωί έχει έρθει πια η ώρα σου, βαράει προσκλητήριο, κι εσύ και όλοι της στρατολογικής σου κλάσεως την κάνετε. Οι νεότεροι δεν ασχολούνται πλέον με τα δικά σου τα κολλήματα, ποσώς ανησυχούν, κι όλοι το βλέπουν πολύ φυσιολογικό το έργο.
Αλλά μ’ αυτά και μ’ αυτά έχει προ πολλού εμφανιστεί και μια νέα κατηγορία ανθρώπων που μέχρι σήμερα δε χρειαζόσαντε —τι να τους κάναμε— ένα νέο επάγγελμα, κατάλαβες; οι γραμματικοί κι οι ορθογράφοι. Τι κάνουν αυτοί; Αυτοί τα ξέρουν όλα τα πάντα, πώς ήταν και πώς γίνανε, μελετάν τη γλώσσα και τους τρόπους της, αποκαθιστούν τα κείμενα και τα αντίγραφα, παραβάλλουν και συγκρίνουν, και σου τη λένε: εντάξει μεγάλε. Αθίνε λέμε, αλλά Αθήναι γράφεται. Γιατί ορέ; λες εσύ, αποσβολωμένος. Σου λεν αυτοί καταλεπτώς, τι και γιατί και πώς, κι επομένως ασχέτως τι λέμε, εσύ Αθήναι θα το γράφεις. Ρε τι πάθαμε. Και τους τα τραβάν τ’ αυτιά οι δασκάλες τών παιδιών. Τιμωρία, να γράψει διακόσες φορές αποτίκ με θήτα και ήτα και ξανά ήτα στο τέλος που δεν προφέρεται, να το θυμάται: όταν θα λέει αποτίκ να γράφει αποθήκη.
Και πλακώνουν οι νεωτεριστές και οι εκσυγχρονιστές κι αρχινάνε, ρε παιδιά, έχουμε δηλαδή καμιά βλάβη; γιατί να λέμε Αθίνε και να γράφουμε Αθήναι; Χρωστάμε της Μιχαλούς; Άπαπα, απαντάν οι γλωσσοαμύντορες. Χάνεται η γλώσσα μας. Αλλά έτσι γίνεται. Όταν ένα πρωί για τον άλφα ή βήτα λόγο ξυπνάς και συνειδητοποιείς ότι λες αποτίκ και γράφεις αποθήκη, εκείνο το πρωί έχει αρχίσει και υπάρχει και θέμα για καυγά. Που μέχρι τότε δεν υφίστατο. Μέχρι τότε έγραφες ό,τι άκουγες κι ό,τι έλεγες. Σαν τους Γάλλοι σήμερα και τα αξάν τους: δε μπορεί να κάνουν λάθος. Μπορεί; Όχι βέβαια. Αφού τα ε τους, το ντεγκί, το γκραβ και το σιρκονφλέξ, τα προφέρουν αλλιώς το καθένα. Δεν ξέρουν πότε να βάλουν ποιο; Πώς δεν ξέρουν. Ξέρουν και παραξέρουν. Δεν ξέρει ο Γερμανός πότε να βάλει τα ρημάδια τα ουμλάουτ και πότε να μην τα βάλει; Ξέρει. Δεν ξέρει ο Τούρκος; Μ’ πώς δεν ξέρει.
Όμως ο καημένος αυτός που σκάλισε αυτήν τη στήλη δεν ήξερε. Γιατί τον είχε χάσει τον ήχο του. Ζει πολύ μετά που οι αθρώποι την πρόφεραν τη διαφορά, και την ακούγαν και την έγραφαν. Αυτός τώρα πια όλα «ι» τα ακούει κι όλα «ι» τα λέει. Από γεννησιμιού του. Οπότε να το και το θέμα το κατηραμένο, το παναθεμάτο: πώς να γράψεις που όλα τα «ι» προφέρονται «ι»; Ποιο να σκαλίσεις κάθε φορά; Εδώ σε θέλω κάβουρα. Αυτό έχει πάθει, και παίζει ρουλέτα: ευμύρι, ευμήρη, ευμείροι – σου λέει, δε μπορεί, κάπου θα το πετύχω, εικοσπέντε κόκκινο.
Όχι, δεν είναι ανορθόγραφος. Δεν υφίστατο τότε η έννοια. Ο φίλος είναι Ρωμαίος πολίτης και μιλάει ελληνικά. Και βρίσκεται ανάμεσα σε δυο εποχές. Στον καιρό που στα ελληνικά ό,τι άκουγες έγραφες και που έχει παρέλθει κάμποσους αιώνες πριν απ’ αυτόν, και στον καιρό που ο κόσμος θα φιξάρει πώς πρέπει να γράψει αυτό που πλέον λέει, αφού πια λόγος και γραφή αφίστανται, καιρό που θα καταφθάσει κάμποσους αιώνες αργότερα. Ο φίλος θα περάσει τη ζωή του μέσα στο μεταβατικό κενό. Ακούει μόνο «ι», έχει διαθέσιμα ένα σωρό διαφορετικά από δαύτα, και δεν ξέρει ποιο να διαλέξει και γιατί. Οι γραμματικοί ξέρουν και τα τηρούν, αλλ’ αυτό δεν έχει ακόμη σιγουρευτεί στην αντίληψη των ανθρώπων – ούτε αυτονών που σκαλίζουνε τις στήλες. Άσε που κι όταν θα εδραιωθεί η γραφή με τα μικρά τα γράμματα, γύρω στον ένατο αιώνα, θα ’ναι ήδη αργά. Ο κόσμος των ελληνικών και πάλι άλλα θα λέει, άλλα απ’ αυτά που θα γράφει. Αλλ’ αυτό είναι μια άλλη μακριά ιστορία.
Ευμοίρει, ευψύχει, Μαρία· ουδείς αθάνατος. Καλόμοιρη, χαίρε Μαρία· κανείς δεν είναι αθάνατος. Έτσι το εύχονταν τότε οι Ρωμαίοι. Επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Σε επιτύμβιες στήλες, από την Κομμαγηνή ώς την Κιλικία, και τη Μείζονα Συρία, σ’ όλα τα μέρη τού πάλαι ποτέ Αλεξανδρόπουλου και των δικών του. Έτσι παρηγορούσαν. Ουδείς αθάνατος. Μόνο η γλώσσα δεν πεθαίνει. Φαντάσου, σήμερα ακόμη Αθίνε λέμε, Μαρία. Αθίνε, όπως έλεγες κι σύ. Και μας πιάνει και γράφουμε Ἀθῆναι, με τα μικρά τα γράμματα και τα σημεία τα γραμματιζούμενα, τις ψιλές, τις περισπωμένες και τα τέτοια, γράφουμε δηλαδή όπως το γράψαν οι άνθρωποι αιώνες μετά που σκαλίστηκε το μνήμα σου, κι είμαστε υπερήφανοι ότι γράφουμε αρχαία: ότι και καλά γράφουμε όπως γράφαν οι άνθρωποι αιώνες πριν να σκαλιστεί. Ναι, Μαρία μου. Ως εδώ σ’ ακούω που ξεκαρδίστηκες. Κι ο καυγάς μας συνεχίζεται. Αφού όλο και κάτι εξακολουθεί να αλλάζει, έτσι είναι η γλώσσα. Κι εμείς όλο και τσακωνόμαστε, όχι με «η», όχι με ένα «λ», όχι με τρία, και τσουπ ξαναπετιέται ο γνωστός μπάρμπας και μας ζαλίζει τον έρωτα, χάνεται η γλώσσα μας – τι χάνεται ρε φίλε; εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια χάνεται, κι ακόμη δε λέει να χαθεί η ρημάδα και μια χαρά τα πάει. Απαστράπτουσα. Κορακοζώητη. Ασπαίρουσα. Πώς χάνεται δηλαδής;
Ουδείς αθάνατος, Μαρία μου. Κι εμείς, αντί να συνειδητοποιούμε τη δική μας θνητότητα, τον φόβο του θανάτου τον μεταφέρουμε στη γλώσσα, και τρομάζουμε πως όπου να ’ναι πεθαίνει. Εδώ και κάτι χιλιετίες – κάθε γενιά ο ίδιος πανικός. Να τη πεθαίνει από ξαρχής. Την χάνομεν. Γι’ αυτό σήμερα γράφουμε Αθήναι, γιατί μας φαίνεται ότι έτσι την κρατάμε ζωντανή – νάτο, πάλι τ’ ακούω το γέλιο σου το κοριτσίστικο. Και το τηρούμε. Όταν η γλώσσα αλλάζει, την αλλαγή κάνουμε πως δεν την ακούμε. Αγκυρωνόμαστε στη γραφή, που δεν αλλάζει. Κι έτσι και πάμε ν’ αλλάξουμε και τη γραφή, γίνεται της κακομοίρας. Και αίμα χύνεται. Τι γιατί, ρε Μαρία; Γιατί έτσι είμαστε οι αθρώποι. Από ζήτημα κοινωνικό, πώς να μιλάμε και πώς να γράφουμε με κοινό τρόπο, από ζήτημα συντονισμού και συνεννοήσεως, από ζήτημα οργάνωσης και συνεργασίας, άντε και οικονομικό, εμείς το κάνουμε ζήτημα υπαρξιακό. Εθνικό. Ηθικό. Ζωής και θανάτου. Βλέπουμε αλλαγές και μας πιάνει σκοτοδίνη. Πανικοβαλλόμαστε. Η νέα γενιά! Αγράμματοι! Αίσχος κύριε! Αίσχος κι εκχυδαϊσμός!
Ζαλίστηκα, Μαρία. Τρεις χιλιάδες χρόνια – δεν είναι για θνητούς αυτοί οι λογαριασμοί. Εσένα δε σε τρομάζει πια – εγώ όμως ζαλίστηκα. Πού να τα συλλογιστούμε οι ζωντανοί τα τρεις χιλιάδες χρόνια. Με το τώρα μας παλεύουμε. Και μας φαίνεται πως αν γράψουμε το Αθήναι αλλιώς, θα χαθούμε. Βλέπεις, ξεχνάμε ότι πριν ακόμη τεθεί το θέμα πώς να το γράφουμε, ήδη από τον καιρό που λέγαμε Αtʰεεναi̯, ή κάπως έτσι, μια χαρά είπαμε Αθίνε και τίποτε δε χάθηκε. Ο κόσμος όλος παρέμεινε άνω κάτω.
Ξέρω τι σκέφτεσαι και ξεκαρδίζεσαι ξανά και ξανά: και σκέψου, λέει, ένα πρωί να μαθαίναμε πως αυτό το Αθήναι δεν είναι καν ελληνικά.
------------------------
Επιτύμβιο. Σήμερα βρίσκεται στον νάρθηκα του καθολικού τής Ι.Μ. Μικράς Γαλιλαίας επί του Όρους των Ελαιών, του Ι.Ν. των Γαλιλαίων Ανδρών. (Φωτογραφία: Αφεγγης Ασεληνος).
Προχώρησε με το χιουμοριστικό στυλ! Να διδάσκεις Ιστορία, ίσως αυτό θα το ακούσουν οι έφηβοι...που δεν γνωρίζουν (σημερινό....) τι σημαίνει η λέξη "επιφοίτηση"
ΑπάντησηΔιαγραφή