Καθὼς λοιπὸν ἐγνώριζεν ὁ Κύριος ὅτι οἱ Φαρισαῖοι εἶχαν ἀκούσει ὅτι περισσοτέρους μαθητὰς κάνει καὶ βαπτίζει ὁ Ἰησοῦς παρὰ ὁ Ἰωάννης —παρ’ ὅλο ποὺ ὁ Ἰησοῦς ὁ ἴδιος δὲν ἐβάπτιζεν· ἐβάπτιζαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ— γι’ αὐτὸ ἀφῆκε τὴν Ἰουδαίαν κι ἐπῆγε εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
Κι ἔπρεπε νὰ διέλθῃ διὰ τῆς Σαμαρείας. Ἔρχεται τὸ λοιπὸν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ποὺ ἔδωκεν ὁ Ἰακὼβ στὸν υἱόν του τον Ἰωσήφ, κι ἦτον ἐκεῖ ἡ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Κατάκοπος λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας καθόνταν ἐπὶ τῇ πηγῇ· ἡ ὥρα ἦταν ἕκτη. Κι ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ν’ ἀντλήσῃ ὕδωρ. Λέγει σ’ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς: δός μοι νὰ πιῶ – γιατί οἱ μαθηταί του εἶχαν πάει στὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. Λέγει λοιπὸν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις: καὶ πῶς ἐσὺ, ἕνας Ἰουδαῖος, ἀπὸ μένα νὰ πιῇς ζητᾶς, ἀπὸ μιὰ γυναῖκα Σαμαρείτιδα; ἀφοῦ δὲν κάνουνε μαζί Ἰουδαῖοι καὶ Σαμαρείταις. Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ: ἂν ἐγνώριζες τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, καὶ ποῖος εἶναι ποὺ σοῦ λέγει δός μοι νὰ πιῶ, ἐσύ ’σαι ποὺ θὰ τοῦ ζήταγες. Κι αὐτὸς θὰ σοῦ ἔδιδε ὕδωρ ζῶν. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή: Κύριε, σταμνὶ δὲν ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ εἶναι βαθὺ· πόθεν λοιπὸν τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; μπὰς κι εἶσαι σπουδαιότερος τοῦ πατρὸς ἡμῶν τοῦ Ἰακώβ, αὐτοῦ ποὺ ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ ποὺ ὁ ἴδιος ἔπιε ἀπ’ αὐτό, καὶ οἱ υἱοί του καὶ τὰ ζωντανά του; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ: πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου θὰ ξαναδιψάσῃ· ἀλλ’ αὐτὸς ποὺ θὰ πὶῃ ἐκ τοῦ ὕδατος ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, αὐτὸς δὲ θὰ διψάσῃ στὸν αἰῶνα· τὸ ὕδωρ ποὺ θὰ τοῦ δώσω θὰ γίνῃ μέσα του πηγὴ καὶ θ’ ἀναβλύζῃ ζωὴν αἰώνιον. Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή: Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, νὰ μὴ διψῶ κι ἔρχωμαι ἐδῶ κι ἀντλῶ. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς: πᾶνε φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν: οὐκ ἔχω ἄνδρα. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς: καλῶς τὸ εἶπες· ἄνδρα οὐκ ἔχεις· πέντε γὰρ ἄνδρες εἶχες, καὶ τώρα αὐτὸς ποὺ ἔχεις δὲν εἶν’ ἄνδρας σου. Ἀλήθεια τό ’πες, λέγει αὐτῷ ἡ γυνὴ· Κύριε, βλέπω ὅτι εἶσαι ναβὶ καὶ γνωρίζεις: οἱ πατεράδες μας οἱ Σαμαρείταις στὸ ὅρος τοῦτο προσεκύνησαν· ἀλλὰ ἐσεῖς οἱ Ἰουδαῖοι λέγετε πὼς ὄχι, πὼς τὰ Ἱεροσόλυμα εἶν’ ὁ τόπος ὅπου πρέπει νὰ προσκυνοῦμε. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς: γυναῖκα, πίστευσόν με ὅτι ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ οὔτε στὸ ὅρος τοῦτο, οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα θὰ προσκυνήσετε τὸν πατέρα. Προσκυνᾶτε αὐτὸ ποὺ δὲν γνωρίζετε, ἐνῷ ἡμεῖς προσκυνοῦμεν αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων θά ’ρθῃ. Ἀλλ᾿ ἔρχεται ὥρα —νάτη, ἦρθε—, ποὺ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ θὰ προσκυνήσουν τὸν πατέρα ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεὶᾳ· γιατί ὁ πατὴρ τέτοιους ζητεῖ νὰ τὸν προσκυνοῦν. Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ οἱ προσκυνοῦντες αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεὶᾳ κάνει νὰ προσκυνοῦν. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή: ξέρω ὅτι ἔρχεται Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστὸς· ὅταν ἔλθῃ, θὰ μᾶς τὰ διαλαλήσῃ, ὅλα τὰ πάντα. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς: ἐγὼ εἶμαι· ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλῶ.
Καὶ πάνω κεῖ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ θάμαξαν ὅτι μετὰ γυναικὸς λαλοῦσε· ἀλλ’ οὐδεὶς εἶπε, τί θέλεις ἢ γιατὶ μιλᾶς μαζί της. Ἀφῆκε λοιπὸν τὴν στάμνα της ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει στοὺς ἀνθρώπους: δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ποὺ τὰ πάντα μοῦ εἶπε, ὅλα ὅσα ἔκαμα· μὴν αὐτός ἐστιν ὁ Χριστός; ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως οἱ ἀθρῶποι καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν. Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ρωτάγαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ καὶ λέγαν: ῥαββί, φάγε. Κι αὐτός τοῦς εἶπεν: ἐγὼ φαΐ ἔχω νὰ φάω, φαΐ ποὺ ἐσεῖς δὲν ξέρετε. Ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ μεταξύ τους: βρὲ μὴν τοῦ ’φερε κανεὶς κι ἔφαγε; Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς: ἐμένα τροφὴ εἶναι νὰ ποιῶ τὸ θέλημα ποὺ μ’ ἔστειλε, καὶ νὰ τελειώσω τὸ ἔργον του. Δὲν εἴπατε ὅτι τέσσερις μῆνες μείνανε κι ἔρχεται ὁ θερισμός; Ὁρίστε, σηκῶστε τοὺς ὀφθαλμοὺς σας καὶ κοιτᾶξτε τὰ χωράφια, ὅτι κάτασπρα εἶναι, κι εἶναι ἤδη γιὰ θερισμόν.
Καὶ ὁ θερίζων λαμβάνει μισθὸν καὶ μαζεύει καρπὸν γιὰ ζωὴν αἰώνιον, ἔτσι ποὺ καὶ ὁ σπείρων καὶ ὁ θερίζων, κι οἱ δυὸ νὰ χαίρωνται. Γιατί ἐδῶ εἶναι ἡ ἀλήθεια: ὅτι ἄλλός ἐστιν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. Ἐγὼ σᾶς ἀπέστειλα νὰ θερίζετε αὐτὸ ποὺ δὲν κοπιάσατε· ἄλλοι ἐκόπιασαν, καὶ σεῖς εἰς τὸν κόπον τους εἰσήλθατε.
Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ Σαμαρεῖται ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὴν μαρτυρίαν τῆς γυναικός, ὅτι τῆς εἶχε πεῖ τὰ πάντα ὅλα ποὺ ἔκανε. Κι ἅμα ἦλθον πρὸς αὐτὸν, τοῦ ἐζήταγαν νὰ μείνῃ κοντά τους· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς δύο ἡμέρας. Κι ἀκόμη περισσότεροι ἐπίστευσαν ἀπὸ τὰ λόγια του, καὶ στὴ γυναῖκα ἔλεγον ὅτι πιὰ δὲν πιστεύουμε ἐπειδὴ ἐσὺ μᾶς τὰ εἶπες· ὄχι! μὲ τ’ αὐτιά μας τ’ ἀκούσαμε, καὶ γνωρίσαμε ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.
Μετὰ δὲ τὰς δύο ἡμέρας ἐξῆλθεν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἀφοῦ ὁ ἴδιος τό ’χε πεῖ: οὐδεὶς προφήτης στὸν τόπον του.
==============================
++Τῷ γράψαντι Κωνσταντίνῳ Ἀθηναίῳ, τῷ ἐλαχίστῳ· ἔτει σωτηρίῳ ͵βκεʹ· πρεσβείαις τῆς Παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· Κύριε, φύλαττε.++
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου