Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Francisco Pizarro González



Ισπανός κονκισταδόρ[1]. Κατακτητής. Απηνής διώκτης των νοτιοαμερικάνων Ίνκας.

Γιατί «κατακτητής» κι όχι, ας πούμε, «επισκέπτης»; Διότι ο τρόπος που σκεφτόμαστε. Δε γίνεται αλλιώς.

Το 1532 εξεστράτευσε για να κατακτήσει το Περού. Είχε μαθευτεί ότι οι ντόπιοι είχαν πολύ χρυσό στην κατοχή τους. Αυτό ήταν σημαντικό. Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο: οι ντόπιοι ήταν Άλλοι. Ξένοι. Ακατάληπτοι. Ακατάληπτη γλώσσα, άλλη σκέψη, άλλοι θεοί, άλλα ήθη και έθιμα - άλλος κόσμος. Ήταν ένα από «αυτά τα παράξενα και βρωμερά έντομα που βρίσκει καμιά φορά κανείς επάνω του» [2]. Και που μ' ένα τίναγμα το πετάει μακριά. Το λιώνει.

Συν τοις άλλοις, τσακώνονταν μεταξύ τους. Αδελφός με αδελφό. Ουάσκαρ εναντίον Αταουάλπα. Α, ώστε, αν και μη άνθρωποι, είχαν ανθρώπινες —ούτως ειπείν— συνήθειες. Γνώριμες αδυναμίες, τις οποίες και αντιλαμβανόμαστε και είμαστε σε θέση να εκμεταλλευτούμε.

Καμιά διακοσαριά άτομα είχε στη διάθεσή του όλα κι όλα ο Πιθάρο, και μόλις ένα πυροβόλο. Αλλά το πυροβόλο ήταν, ας πούμε, τα πυρηνικά της εποχής. Κι είχε και αρκεβούζια. Τσέπης πυρηνικά. Και πανοπλίες. Και ήταν Δυτικός. Πολεμούσε συντεταγμένα. Με σχέδιο. Με παρτιτούρα. Δεν έκανε ο κάθε πολεμιστής του ό,τι του υπαγόρευε το ηρωικό του το κεφάλι, όπως έκαναν οι φουκαράδες οι αλλόφρονες οι Άλλοι.

Ο Αταουάλπα ήταν ήρωας. Κι είχε το δίκιο όλο δικό του. Πολεμούσε υπέρ βωμών και εστιών.

Αλλά ο Πιθάρο ήταν επαγγελματίας.

Κι όταν ο Αταουάλπα ηττήθηκε, κι αφού πλήρωσε όλα τα ζητούμενα και έφερε όσο χρυσό του ζήτησε ο Πιθάρο, το πράγμα μπερδεύτηκε. Τον χρυσό και το ασήμι – αυτά τα κανονίσαμε. Αλλά η ουσία της θανάσιμης εχθρότητας δεν ήταν τα χρυσαφικά. Η αιτία που ο Αταουάλπα είχε βρεθεί μπροστά στην απόλυτη μηχανή που τίποτε δε μπορούσε να μαλακώσει τη σκληρότητά της ήταν ο ίδιος ο Αταουάλπα. Γιατί ήταν... Άλλος.

Έτσι τα κανονίζουμε οι άνθρωποι αυτού του πολιτισμού. Γνωρίζουμε το φάρμακο που καταπραΰνει κάθε αγωνία μας, κάθε αμφιβολία μας μπρος στην επικείμενη σφαγή: τα υποψήφια θύματα είναι... Άλλοι. Ο Αταουάλπα βρέθηκε... αιρετικός! Άλλος. Σιχαμερός. Όπως οι κατσαρίδες.

Ό,τι κι αν πλήρωνε σε χρυσό, όσο κι αν ορκιζόταν πιστός χριστιανός, θα παρέμενε αιρετικός. Τρόμος. Θάνατος. Endlösung.

Το ισχυρότερο αναλγητικό που μπορεί να επινοήσει άνθρωπος. Το απόλυτο αφιόνι για φονιάδες.

Άλλος.


-------------------------

(Σκέψεις πάνω στις σκέψεις του φίλου Σπύρου για το φόλιασμα των αδέσποτων ζώων.)

-------------------------

[1] Conquistador: κατακτητής

[2] Luigi Pirandello, «Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα». Μετάφραση, Μάριος Πλωρίτης.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...