Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούλιος, 2020

Lantana camara

Κοντούλα. Αλλού αιθαλής, κι αλλού ημιαειθαλής. Αναπτύσσεται γρήγορα. Κι αυτές οι πανέμορφες ταξιανθίες της, οι κόρυμβοι, στολίζουν κήπους και κηπάκια κι εισόδους πολυκατοικιών και παρκάκια, κι ό,τι βάλει ο νους σου. Ημιαναρριχητική. Εντάξει, τα φύλλα της δε μυρίζουν όμορφα, και είναι και λίγο τζαναμπέτισα: τα μαύρα τα μικρούλια είναι οι καρποί της. Μη γελαστείς και τα βάλεις στο στόμα σου – είναι δηλητηριώδεις. Τι να κάνουμε – καθείς και τα θέματά του! Αλλά είναι πανέμορφη. Από Μάη ώς και Νοέμβρη σερί. Γεμάτη λουλουδάκια. Για όλες τις δουλειές κάνει και δε χρειάζεται και ειδικό χώμα – όπου τη βάλεις μια χαρά θα τα πάει. Το πότισμα είναι που δεν κάνει να το ξεχνάς – δεν αντέχει απότιστη, ιδίως το καλοκαίρι. Και δεν αντέχει και το πολύ κρύο, αλλά εδώ δεν έχουμε τέτοια, οπότε μια χαρά. Κούκλα και βολική. Θέλει το ψιλοκλάδεμά της για να δείξει, μα δεν έχει άλλες απαιτήσεις. -------...

Ο Χρήστος και οι φίλες

Εντάξει, ξαναπήρε ο Χρήστος ο γλάρος. Σ’ ευχαριστώ πολύ – δεν έχω λόγους. Πάψε ρε, τι ευχαριστείς – εγώ σ’ ευχαριστώ. Παράλειψή μου ήτανε. Να με συγχωρείς. Δε μιλάει πολύ ο Χρήστος. Δηλαδή μιλάει, αλλά να, είναι λίγο λιμανιώτης. Του αρέσει να τα λήγει τα θέματα. Δεν κάθεται να το χιλιοαναλύει το ζήτημα, όχι σου ’πα, όχι μου ’πες – δεν είναι για τέτοια. Λίγα λόγια και τέλος. Εκεί που αφήνεται είναι όταν λέει ιστορίες για πλοία και ταξίδια. Πάει κι έρχεται ο ίδιος, αλλά τη στήνει και σε μέρη που πάνε κι έρχονται ταξιδιώτες – να τσιμπολογάει και κάνα αποφάι. Βλέπει κόσμο και κοσμάκη. Κι ακούει πράματα. Την είχε στήσει στο μώλο, εκεί που πιάνουν τα καράβια τα μεγάλα που παίρνουν και χίλια ξέρω γω αυτοκίνητα και χιλιάδες ανθρώπους και παν στα νησιά, τα θηρία με τις μεγάλες μπουκαπόρτες και τη φωτεινή πινακίδα που τσουλάει, αναχώρησις ώρα τάδε και μισή, πάντα αργά το απόγευμα φεύγουν, να ’ναι χαράματα το πρωί στον προορισμό να βγουν τα φορτηγά να κάνουν δουλειά. Οπότε την είχε αράξει πάνω σε...

Εκδρομαί – περιηγήσεις «Ο Ορίζων»

Τα κεντρικά τους ήταν στην Πλατεία Αμερικής, Πατησίων και Τενέδου γωνία. Δίπλα στο ψιλικατζίδικο του κυρίου Κώστα του αδύνατου, του μουστρούφη. Πώς τα κατάφερνε ο κύριος Κώστας και είχε πάντα αυτήν τη φάτσα τη δυσαρεστημένη που νόμιζες ότι εσύ κάτι του ’κανες και τώρα φταις, και πρέπει ό,τι είναι να ζητήσεις, να το ζητήσεις με φωνή καλωσυνάτη, να μην τον εκνευρίσεις περαιτέρω, και να ’σαι υπομονετικός, διότι φταις, κι αν γκρινιάσει και φωνάξει, εσύ θα φταις. Ο Ορίζων λοιπόν. Ταξιδιωτικό γραφείο. Που κανόνιζε εκδρομές, μονοήμερες, πολυήμερες, περιηγήσεις, λογιών λογιών ταξίδια, μέχρι και στο εξωτερικό έφτανε η χάρη του – στο εξωτερικό τότε για να πας ήθελες διαβατήριο και προετοιμασία και πενήντα σφραγίδες και άδειες και συνάλλαγμα και τα κανόνιζε όλα η κυρία Έλλη στον Ορίζοντα. Τίποτε δεν έκανες εσύ. Της πήγαινες τις φωτογραφίες που σου έβγαζε ο κύριος Λουκάς, για διαβατήριο, γιατί ήταν διαφορετικές από την ταυτότητα, ήταν ειδικές φωτογραφίες αυτές, παφ το φλας του κυρίου Λουκά, και τα...

Φακέλωμα

Όχι, δεν είν’ έτσι. Καθόλου. Δεν πρόκειται περί φακελώματος. Φακέλωμα κάποτε λέγαμε τη συγκέντρωση πληροφοριών για κάποιο άτομο από πλευράς κάποιου ενδιαφερομένου, προσώπου ή οντότητας. Κάποτε μας φακέλωνε ο χαφιές ή η αστυνομία. Το κράτος. Μας έφτιαχνε φάκελο. Επρόκειτο για μια χαρτονένια θήκη, ένα φόλντερ με αυτιά, συνήθως, ή κορδελάκια πάνινα, που δένονταν και το κρατούσαν κλειστό, και που περιλάμβανε χαρτιά. Αναφορές. Ο τάδε σε είδε εκεί εκείνη την ώρα. Ο δείνα σε είδε να παίρνεις μέρος στη διαδήλωση. Κι ο ψι σε άκουσε να βρίζεις την κυβέρνηση. Το φακέλωμα ήταν μια ενέργεια με σκοπό να τηρούνται πληροφορίες ώστε να μπορεί να ελέγχονται οι πολίτες από μια δομή εξουσίας. Τη χρησιμοποιήσαμε κι αλλού τη λέξη. Ο φάκελος της υπόθεσης, λέμε στο δικαστήριο. Ο φάκελος του ακινήτου, λέμε στην πολεοδομία. Συνεκδοχικά. Εννοώντας το σύνολο των στοιχείων που αφορούν σε μιαν υπόθεση. Το πήραν και οι δημοσιογράφοι. Ο φάκελος Δημόσια Παιδεία. Σιγά που η συγκεκριμένη εκπομπή εξαντλεί το θέμα. Κι όμω...

Μπανάκι

  Μπανάκι. Bath.

Το τραγί

Ήμουν δεν ήμουν – πόσο να ’μουνα; Δεκατριών; Δεκαπέντε; Αδύνατον να θυμηθώ. Στο Δημοτικό δεν ήμουνα πια αλλά με τη Γιάννα δεν τα ’χα φτιάξει ακόμη. Άρα ήμουν οτιδήποτε μεταξύ δεκατριών και δεκαπέντε, άντε έρλι δεκάξι που λεν και στο χωριό μου. Στο πάρκο της πόλης εκείνης. Παυσίλυπον. Έτσι λεγόταν. Κι ακόμη έτσι λέγεται. Της Καρδίτσας. Εκεί υπηρετούσε ο θείος Αντώνης, ο αδελφός της μάνας μου. Κι εκεί πηγαίναμε από καιρού εις καιρόν διακοπές. Η καλύτερή μας. Και βρισκόμασταν με τα ξαδερφάκια μας. Τον Θάνο και τον Θοδωρή. Εχ, μωρέ Θοδωρή, έλεγε η θειά μας η Κάτια, η μάνα του. Εχ! Δεν έλεγε ωχ η θεία Κάτια. Ούτε αχ! Εχ έλεγε. Μακρινή καταγωγή απ’ τη Ρωσία. Ρωσικά δε μίλαγε. Καμμιά σχέση. Αλλά ωχ ή αχ δε μπορούσε να πει. Εχ, βρε Θοδωρή! Έτσι την ξεχωρίζαμε τη συγκεκριμένη θεία! Επειδή έλεγε εχ! Ποδήλατο, βόλτες, τρεχάλες, της κακομοίρας. Και γλέντια. Και Πάσχατα. Και αρνιά, και ποδόσφαιρο με δερμάτινη μπάλα – άκου ’κεί! κάποιος είχε φέρει δερμάτινη μπάλα, το διανοείσαι; Από δέρμα. Ήταν πια ...

Βιομηχανικά III