Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Εκδρομαί – περιηγήσεις «Ο Ορίζων»



Τα κεντρικά τους ήταν στην Πλατεία Αμερικής, Πατησίων και Τενέδου γωνία. Δίπλα στο ψιλικατζίδικο του κυρίου Κώστα του αδύνατου, του μουστρούφη. Πώς τα κατάφερνε ο κύριος Κώστας και είχε πάντα αυτήν τη φάτσα τη δυσαρεστημένη που νόμιζες ότι εσύ κάτι του ’κανες και τώρα φταις, και πρέπει ό,τι είναι να ζητήσεις, να το ζητήσεις με φωνή καλωσυνάτη, να μην τον εκνευρίσεις περαιτέρω, και να ’σαι υπομονετικός, διότι φταις, κι αν γκρινιάσει και φωνάξει, εσύ θα φταις.

Ο Ορίζων λοιπόν. Ταξιδιωτικό γραφείο. Που κανόνιζε εκδρομές, μονοήμερες, πολυήμερες, περιηγήσεις, λογιών λογιών ταξίδια, μέχρι και στο εξωτερικό έφτανε η χάρη του – στο εξωτερικό τότε για να πας ήθελες διαβατήριο και προετοιμασία και πενήντα σφραγίδες και άδειες και συνάλλαγμα και τα κανόνιζε όλα η κυρία Έλλη στον Ορίζοντα. Τίποτε δεν έκανες εσύ. Της πήγαινες τις φωτογραφίες που σου έβγαζε ο κύριος Λουκάς, για διαβατήριο, γιατί ήταν διαφορετικές από την ταυτότητα, ήταν ειδικές φωτογραφίες αυτές, παφ το φλας του κυρίου Λουκά, και τα κανόνιζε εκείνη.

Κι ανάμεσα στ’ άλλα, ο Ορίζων σε πήγαινε και μπάνιο. Στην πλαζ της Βουλιαγμένης. Ξεκινούσε το πρωί από την Πλατεία Αμερικής, ανέβαινε Σύνταγμα, κατέβαινε τη Συγγρού κι ύστερα έπιανε την παραλιακή και τσούκου τσούκου έφθανες. Ο κύριος Μίλτος παρκάριζε το πούλμαν και κατεβαίναμε όλοι. Κι ερχόταν κι αυτός για μπάνιο. Πηγαίναμε στις ξύλινες καμπίνες που είχαν γρίλιες για πόρτες αλλά δε μπορούσες να δεις μέσα γιατί οι γρίλιες είχαν κλίση προς τα κάτω και για να κοιτάξεις μέσα έπρεπε να σκύψεις και να κοιτάξεις από κάτω προς τα πάνω, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση, καμμία περίπτωση, σε βλέπαν κι αυτός από μέσα και απ’ έξω οι περαστικοί, οπότε ούτε να το σκέφτεσαι.

Μπορούσε όμως μέσα στην καμπίνα καθώς άλλαζες για να βάλεις το μαγιό σου, να έμπαινε στη διπλανή σου άλλος. Κι αν άκουγες καμιά τσάντα να ακουμπιέται στον ξύλινο πάγκο της καμπίνας, κι ύστερα συμπράγκαλα, τσατσάρα, πραματούλια, και κανένα βραχιόλι να κουδουνίζει, κρατούσες την αναπνοή σου. Καμιά φορά ερχόταν κι κείνο το άρωμα από το λάδι το αντηλιακό, κόπερτον, και μύριζε ευτυχία, η γλυκειά μυρωδιά του καλοκαιριού, μπορούσες ν' ακούσεις το σώμα δίπλα να ετοιμάζεται, ήταν πρωί, τώρα ερχόταν για μπάνιο, και τα ρούχα ήταν ελαφρά ιδρωμένα από τη διαδρομή, μοσκοβολιστά, ένα ένα, η μπλούζα ή το πουκάμισο, κουμπιά, σιγή, κι άλλα κουμπιά, κι ύστερα ζιπ το φερμουάρ, που συνήθως ήταν στο πλάι, στο γοφό, κι ύστερα το θρόισμα της φούστας καθώς ερχόταν μισή στροφή να έρθει η κόπιτσα από το πλάι ή από πίσω να φτάσει κάτω από τον αφαλό, μια στιγμή μετέωρη καθώς τα δάχτυλα βρίσκαν τα άγκιστρα ή τη σούστα, σναπ, και μετά η φούστα ελεύθερη να γλιστρά προς τα κάτω χαϊδεύοντας τα πόδια και μετά να σηκώνεται το ’να πόδι, άλλο θρόισμα, κι ύστερα το άλλο πόδι, κι άλλο θρόισμα, κι ύστερα να τακτοποιείται η φούστα μες την τσάντα. Κι η καρδιά σου πήγαινε να σπάσει, άκουγες τις πατούσες γυμνές στο δάπεδο, εδώ ήταν το κρίσιμο, μια στιγμή ησυχίας, μόνο το αίμα στα μηλίγκια χτυπούσε, δάχτυλα ψαχούλευαν πίσω από την πλάτη, μια απόπειρα, μια δεύτερη και σναπ – ω κι ακουγόταν το θρόισμα γύρω απ’ τους ώμους και στα μπράτσα και πάλι το κουδούνισμα του βραχιολιού καθώς το μικρό ρούχο έβγαινε και διπλωνόταν να μπει κι αυτό στην τσάντα. Κι ύστερα, επιτέλους, εκείνο το λεπτό χάιδεμα του τελευταίου ρούχου που σπρώχνεται προς τα κάτω, μια αναπνοή κατά το σκύψιμο κι ύστερα μια εκπνοή, πρώτα το ’να πόδι κι ύστερα το άλλο, κι ύστερα στα χέρια, και στην τσάντα, κι αυτό ήταν. Τ’ άκουγες. Αλλά ποτέ δεν τα είχες δει. Ποτέ δεν είχες δει κάτι τέτοιο μπροστά στα μάτια σου. Πώς να ’ταν; Δεν ήξερες. Συμπλήρωνες τα άγνωστα μόνος σου. Ό,τι μπορούσες.

Τώρα έπρεπε να φροντίσεις να δείχνεις φυσιολογικός, η μαμά ήδη αδημονούσε, τι κάνεις τόσην ώρα μες την καμπίνα, αλλάζεις όλην αυτήν την ώρα; άιντε παιδάκι μου, τελείωνε. Και το χτυποκάρδι να καταλαγιάζει σιγά σιγά, κι η ανάσα να ξαναγίνεται κανονική, τώρα! βγαίνω! λίγο θυμωμένος, λίγο ένοχος, όλα μαζί, άνοιγε η διπλανή πόρτα, άκουγες το μάνταλο, μπορεί και να έμοιαζε της μαμάς, πού ξέρεις, να είχε πόδια σαν της μαμάς και λαγόνια, άλλωστε τότε όλες ήταν κοντούλες και με λαγόνια, Κώστα τέλειωνε, κι ύστερα άνοιγες το δικό σου το μάνταλο, σα να μην είχε τίποτε συμβεί, κανονικός, να πάτε για μπάνιο με τα ξινισμένα τα μούτρα της μαμάς πίσω από τα γυαλιά ηλίου, είχε κι ένα σημάδι από εμβόλιο στο μηρό η μαμά, κι ο μικρός αδελφός από κοντά, δεν καταλάβαινε αυτός, ήταν σε άλλη φάση – ακολουθούσε.

Κι ύστερα ήλιος και να καίει και να διψάς. Κι η παραλία γεμάτη κόσμο. Η γεύση της άμμου όταν σου ’ρχόταν η μπάλα στα μούτρα. Όλες μοιάζαν της μαμάς. Ούτε μια δεν ήταν στην ηλικία σου. Ήταν δηλαδή, αλλά αυτές στην ηλικία σου δεν τις κοίταζες ούτε σε κοιτάζαν. Ήμασταν πολύ μικρά για κοιτάγματα. Κι αν κοιταζόμασταν, μόνο εκεί δεν πήγαινε το μυαλό μας.

Εκδρομαί ο Ορίζων. Με κατακόκκινα καλογυαλισμένα πούλμαν με όλα τα κομφόρ. Μαξιλαράκι στο κάθισμα και διχτάκι πάνω από το κεφάλι για να βάζεις το σακίδιο. Και το μεσημέρι σπίτι. Να ζεματάς από καλοκαίρι.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.