Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το τραγί



Ήμουν δεν ήμουν – πόσο να ’μουνα; Δεκατριών; Δεκαπέντε; Αδύνατον να θυμηθώ. Στο Δημοτικό δεν ήμουνα πια αλλά με τη Γιάννα δεν τα ’χα φτιάξει ακόμη. Άρα ήμουν οτιδήποτε μεταξύ δεκατριών και δεκαπέντε, άντε έρλι δεκάξι που λεν και στο χωριό μου.

Στο πάρκο της πόλης εκείνης. Παυσίλυπον. Έτσι λεγόταν. Κι ακόμη έτσι λέγεται. Της Καρδίτσας. Εκεί υπηρετούσε ο θείος Αντώνης, ο αδελφός της μάνας μου. Κι εκεί πηγαίναμε από καιρού εις καιρόν διακοπές. Η καλύτερή μας. Και βρισκόμασταν με τα ξαδερφάκια μας. Τον Θάνο και τον Θοδωρή. Εχ, μωρέ Θοδωρή, έλεγε η θειά μας η Κάτια, η μάνα του. Εχ! Δεν έλεγε ωχ η θεία Κάτια. Ούτε αχ! Εχ έλεγε. Μακρινή καταγωγή απ’ τη Ρωσία. Ρωσικά δε μίλαγε. Καμμιά σχέση. Αλλά ωχ ή αχ δε μπορούσε να πει. Εχ, βρε Θοδωρή! Έτσι την ξεχωρίζαμε τη συγκεκριμένη θεία! Επειδή έλεγε εχ!

Ποδήλατο, βόλτες, τρεχάλες, της κακομοίρας. Και γλέντια. Και Πάσχατα. Και αρνιά, και ποδόσφαιρο με δερμάτινη μπάλα – άκου ’κεί! κάποιος είχε φέρει δερμάτινη μπάλα, το διανοείσαι; Από δέρμα. Ήταν πια κουρέλι, χιλιοκλωτσημένο και φαγωμένο παντού. Χάλι μαύρο. Παντού μπαλώματα. Και κάθε λίγο τη φουσκώναμε – έχανε αέρα. Αλλά όμως ήταν δερμάτινη! Άμα σου ερχόταν στα μούτρα ή στ’ απαυτά σου, πέθαινες! Τέλος!

Που λες στο Παυσίλυπον. Εκεί, οι μεγαλύτεροι, ο Θάνος κι εγώ δηλαδή, πηγαίναμε στο ζαχαροπλαστείο. Και παίρναμε το κονιακάκι μας. Κονιάκ Μεταξά τριών αστέρων με παγάκι! Μιλάμε για πολύ χαϊλίκι. Κονιάκ διότι, Πάσχα μεν, αλλά Καρδίτσα. Κρύο. Καλά, κονιάκ με παγάκι; Μην τα ρωτάς. Καρδίτσα, λέμε. Και το βράδυ άναβες τζάκι. Μοσχομύριζε όλη η πόλη καμένο ξύλο από τζάκι. Έτσι την καταλάβαινα τότε τη διαφορά. Η Καρδίτσα ήταν όμορφη γιατί μοσχομύριζε. Βλέπεις η Αθήνα μύριζε αλλιώς.

Αλλά δεν ήταν το κονιακάκι. Ήταν το τσιγάρο. Γι’ αυτό πηγαίναμε στο Παυσίλυπον. Ο ξάδερφος κάπνιζε Άστορ Φίλτρο, εκείνο με τον φελλό. Και το είχα κολλήσει κι εγώ. Έψαχνα να βρω το τσιγάρο μου τότε. Κι έκανα επίμονες ασκήσεις να το κατεβάζω – ντροπή να καπνίζεις και να ξεφυσάς τον καπνό ακατέβαστο. Τα παιδιά και τα κορίτσια το κάναν αυτό. Εμείς οι άντρες τον πηγαίναμε κάτω τον καπνό. Αυτό όμως ήθελε γερή εξάσκηση και σιγά σιγά και ξανά μανά για να καταφέρεις να κατεβάζεις όλο και περισσότερο καπνό χωρίς να πονάς και χωρίς να υποκύπτεις στην ανάγκη να βήξεις να τον ξεφορτωθείς. Αν δεν άντεχες κι έβηχες μαζί με τον καπνό, ξέσκιζες τα σωθικά σου απ’ τον πόνο.

Γιατί τώρα τα ’πα όλ’ αυτά; Γιατί στο Παυσίλυπο υπήρχε και κάτι σαν μίνι ζωολογικός κήπος. Κι ανάμεσα στ’ άλλα χαζά —κάτι παγώνια, κάτι περίεργα πουλιά, μια αλεπού, αν θυμάμαι καλά— υπήρχε κι ένας περιφραγμένος χώρος. Γύρω γύρω κοτετσόσυρμα, ένα δέντρο στη μέση κι ένα σπιτάκι, κάτι κοτρώνια για να παρασταίνουν φυσικό περιβάλλον και καλά, και μέσα στο σπιτάκι ένα ζωντανό. Ένα πράμα σαν κριάρι, σαν τραγί – θα σε γελάσω. Ποτέ μου δεν έμαθα πώς λεγόταν. Ήταν κοντό και δυνατό, βαρύ ζώο, σα μεγαλούτσικο μπουλντόγκ, με γερούς ώμους και πέτρινα καπούλια, σβέρκο κορμό και φάτσα προβατοειδούς. Και κέρατα. Κάτι κέρατα συμπαγή. Μασίφ. Ξεκινούσαν πάνω από το μέτωπό του κι αφού έκαναν δυο εσωτερικές στροφές, σαν κοχλίες, κατέληγαν σε δυο μυτερές απολήξεις που εξείχαν. Αν σου ’ρχονταν μετωπικά σε χτυπούσαν. Αν την έτρωγες πλαγίως, σε τρυπούσαν

Μου πιάστηκε η αναπνοή με το που το είδα, ξαφνικά. Το ζώο με κοίταζε επιφυλακτικά, προφανώς εδώ και ώρα, έχοντας σωρεύσει βαθιά επιθετική σιωπή, σε επιφυλακή για ό,τι επρόκειτο να επακολουθήσει.

Και δεν άργησε να επακολουθήσει. Με πλησίασε. Εκείνο μέσα στον περιφραγμένο χώρο, εγώ απ’ έξω. Ενστικτωδώς έκανα ένα βήμα πίσω. Ακίνητος. Τα μάτια μου να ελέγχουν προσεκτικά το κοτετσόσυρμα. Ησύχασα κάπως. Ήταν διπλό και γερό. Και δεν υπήρχε τρύπα πουθενά. Τουλάχιστον όσο μπορούσα εγώ να εξετάσω. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Γύρισα το βλέμμα και ξανακοίταξα το ζώο, έτοιμος ωστόσο να το βάλω στα πόδια.

Κι άρχισε ο χορός. Το ζώο χίμηξε προς εμένα. Πανικόβλητος γύρισα και τινάχτηκα μακριά. Αλλά δεν έτρεξα. Πού στην ευχή θα πήγαινε ο δαίμονας; Είχε μήπως καμιά τρύπα η περίφραξη και δεν την είχα δει; Και γιατί τα ’χε βάλει μαζί μου το βλαμμένο;

Το ζώο φρενάρησε λίγο πριν την περίφραξη. Δεξιά του, μέσα στο χώρο του, υπήρχε και το απομεινάρι ενός δέντρου – ένας κορμός ριζωμένος, παχύς και γερός. Μισό μέτρο μπόι ήταν δεν ήταν. Το υπόλοιπο έλειπε. Το ζώο σταμάτησε εκεί, και γύρισε και τράβηξε μια κουτουλιά στον κορμό. Γκαπ!

Όλες οι σκέψεις περάσαν απ’ το μυαλό μου. Σκέψου να μου είχε ρίξει εμένα αυτήν την κουτουλιά. Θα ’χα σπασμένο πόδι τώρα, τουλάχιστον. Και πού να τρέξεις να φύγεις. Έτσι που το ’κοβα, αν αυτό το τραγί μ’ έστρωνε στο κυνήγι, λίγο παρακάτω θα με προλάβαινε.

Το ζώο έκανε πίσω. Πήγε πάλι προς το σπιτάκι του. Άντε μπράβο, σκέφτηκα. Σκατόπραμα. Τι σου ’κανα και τα ’βαλες μαζί μου; Γιατί τόση επιθετικότητα; Βλαμμένο. Κοίτα τι σου είναι ο άνθρωπος!

Τέτοια σκεφτόμουν ενώ ο επόμενος γύρος είχε μόλις αρχίσει. Το ζώο είχε ήδη αρχίσει να τρέχει προς εμένα. Ξανά μεταβολή και τρέξιμο εγώ. Αλαφιασμένος. Πανικόβλητος. Αλλά τρύπα δεν υπήρχε στο σύρμα. Τι διάβολο! Τι ήθελε να κάνει;

Το ζώο είχε σταθεί και πάλι. Και ξανά πλησίασε το όρθιο το κούτσουρο και γκαπ! Φοβερή κουτουλιά. Την ένιωσα στο έδαφος.

Τα πόδια μου να τρέμουν. Το σάλιο μου να ’χει σωθεί. Κι αν του την έδινε κι έριχνε καμιά γερή στο σύρμα, αυτό θα κρατούσε; Πού το ήξερα εγώ αυτό; Ήμουν σίγουρος; Δεν έφευγα καλύτερα, όσο ήταν καιρός;

Μπα. Το ζώο είχε ξεκινήσει νέα έφοδο. Τα γόνατά μου λύγισαν. Το τρέμουλο απλώθηκε σ’ όλο μου το σώμα. Αλλά αυτή τη φορά δεν έτρεξα. Το ζώο σταμάτησε και πάλι δίπλα στον κορμό. Με κοίταξε και γκαπ, του τράβηξε αλλη μια γερή. Το χώμα σείστηκε.

Δεν καταλάβαινα. Τι στο καλό τού είχα κάνει; Τίποτε. Απλώς κάτι είχε προηγηθεί – οι πρόγονοί μου και οι πρόγονοί του. Κάτι που παρέμενε αποτυπωμένο στα γονιδιά του. Κάτι που το πρόσταζε να μου την πέσει και να μ’ εξοντώσει. Έτσι. Άμα τη εμφανίσει. Χωρίς διατυπώσεις. Χωρίς συζήτηση. Υπήρχε κάτι ζωικό και θηριώδες μέσα του. Με είχε. Αλίμονό μου αν με έβρισκε σε θέση ικέτη. Θα με σκότωνε. Ναι, αλλά για την ώρα, εκείνο βρισκόταν μες στην περίφραξη. Κι εγώ απ’ έξω.

Σουρούπωνε. Δεν ένιωθα πια κρύο. Ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα με το στόμα κατάξερο. Και το μαύρο ζώο ετοιμαζόταν να περάσει στον επόμενο γύρο.

Πράγματι. Γρήγορο ποδοβολητό, φρενάρισμα πριν το σύρμα, σημάδεμα του κούτσουρου και γκαπ, σείστηκε η γη.

Η καρδιά μου χτυπούσε τρελά. Από φόβο. Κι από θυμό. Δεν υπάρχει τίποτε πιο άγριο από την αγριότητα ενός ζώου, που ξυπνάει και τη δική σου αγριότητα. Πάει και ο πολιτισμός, πάνε όλα. Νυν υπέρ πάντων, λοιπόν.

Το λαχάνιασμα και το χτυποκάρδι μου δεν υποχωρούσαν. Ο ιδρώτας έτρεχε. Έκανα πως θα του ορμήξω. Ούρλιαξα με βία και τρόμο. Το ζώο δε μάσησε. Άρχισε και πάλι το ποδοβολητό του, έφθασε κατ’ ευθείαν στο κούτσουρο και το κουτούλησε. Σείστηκε το σύμπαν. Μου ’ρθε να βάλω τα κλάματα. Το στόμα κατάστεγνο. Κι όμως, μεσ’ τον απόλυτο φόβο, η ιδέα της κατίσχυσης απέναντι στον τρόμο κι απέναντι στο ζώο, είχε αρχίσει να διαπερνά το σκοτάδι.

Απ’ ό,τι φαινόταν, το ζώο αυτό μόνο το παιχνίδι ήξερε. Ενώ εγώ είχα κι άλλες εναλλακτικές.

Αααα ούρλιαξα μεσ’ τον τρόμο μου την επιθετική μου κραυγή. Κάνοντας ένα ακόμη βήμα προς το μέρος του. Ο χορός επαναλήφθηκε. Καλπασμός, και νέα κουτουλιά στο κούτσουρο, που τις δεχόταν ακίνητο σα βράχος, λες και δε συνέβαινε τίποτε.

Η οργή είχε ξεπεράσει κάθε όριο και οι κραυγές μου έρχονταν η μια πίσω από την άλλη. Έξω από το κοτετσόσυρμα ποδοβολούσα πότε προς τη μια, πότε πρός την άλλη κατεύθυνση, αγριεμένος, με το στόμα κολλημένο, με την καρδιά στις φτέρνες, χωρίς όμως να απομακρύνομαι, πότε πάνω, πότε κάτω, και κάθε φορά το ζώο μ’ ακολουθούσε εντός, κι έριχνε κι από μια γερή στο κούτσουρο.

Αν ήμουν ενήλικας ίσως να μην είχαν γίνει όλα αυτά. Ίσως να το είχα ελέγξει. Ίσως να είχα σταματήσει εγκαίρως. Δεν ήμουν όμως. Το ζώο είχε πια ξαμοληθεί κι απ’ τις δύο μεριές – και μέσα και έξω από το κοτετσόσυρμα. Κι εκείνο που ήταν από μέσα, έριξε άλλη μια φοβερή κουτουλιά στο κούτσουρο. Κι ύστερα έγινε το απίστευτο. Το ζώο με κοίταξε και σωριάστηκε.

Τα ’χασα. Απόμεινα να το κοιτάζω. Αυτό ήταν έξω από κάθε τι που θα μπορούσα να έχω φανταστεί ως έκβαση. Το ζώο σωριασμένο δίπλα στο κούτσουρο χωρίς να αντιδρά. Έγινε ησυχία. Μόνο τη λαχανιασμένη μου ανάσα άκουγα.

Φώναξα. Πλησίασα. Επιφυλακτικά στην αρχή, ξεθαρρεμένος λίγο μετά. Τίποτα. Το ζώο σωρός. Το μούχρωμα του απογεύματος απόλυτο. Έβλεπες δεν έβλεπες. Το στόμα κατάστεγνο. Και στο πάρκο ησυχία. Τα πουλιά στ’ άλλα κλουβιά κοιμόνταν. Οι άνθρωποι πέρα στο ζαχαροπλαστείο ούτε που είχαν πάρει χαμπάρι τι είχε συμβεί. Κανείς δεν είχε σπεύσει τόσην ώρα. Νομίζαν ότι παίζαμε – ποιος ξέρει.

Έσεισα το κοτετσόσυρμα. Καμμία απόκριση. Το ζώο σωρός.

Γαμημένο ζώο. Με χέρια τρεμάμενα ίσιαξα το παντελόνι μου κι έβαλα μέσα το πουκάμισο – με δυσκολία κατάφερναν τα δάχτυλά μου να βρούν να κάνουν ό,τι έπρεπε, λες και από την περιπέτεια είχαν ξεχάσει να επιτελούν τις γνωστές λειτουργίες.

Γαμημένο ζώο. Κι αυτός ο Θάνος πού ήταν; Α, θα ’χε φύγει για το σπίτι. Πού να πάω τώρα;

Με πόδια που τρέμαν κι αυτά, απομακρύνθηκα σιγά σιγά. Χώθηκα μες τον κόσμο, ρουφώντας άπληστα τ’ ανθρώπινα γύρω μου – Κωστάκη μην τρέχεις, τηλεφώνησες στη γιαγιά, άντε θ’ αργήσουμε.

Μήπως να πήγαινα κανένα σινεμά. Κάποιο σινεμά θα ’χε η πόλη – δε μπορεί...



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.