Εντάξει, ξαναπήρε ο Χρήστος ο γλάρος.
Σ’ ευχαριστώ πολύ – δεν έχω λόγους. Πάψε ρε, τι ευχαριστείς – εγώ σ’ ευχαριστώ. Παράλειψή μου ήτανε. Να με συγχωρείς.
Δε μιλάει πολύ ο Χρήστος. Δηλαδή μιλάει, αλλά να, είναι λίγο λιμανιώτης. Του αρέσει να τα λήγει τα θέματα. Δεν κάθεται να το χιλιοαναλύει το ζήτημα, όχι σου ’πα, όχι μου ’πες – δεν είναι για τέτοια. Λίγα λόγια και τέλος.
Εκεί που αφήνεται είναι όταν λέει ιστορίες για πλοία και ταξίδια. Πάει κι έρχεται ο ίδιος, αλλά τη στήνει και σε μέρη που πάνε κι έρχονται ταξιδιώτες – να τσιμπολογάει και κάνα αποφάι. Βλέπει κόσμο και κοσμάκη. Κι ακούει πράματα.
Την είχε στήσει στο μώλο, εκεί που πιάνουν τα καράβια τα μεγάλα που παίρνουν και χίλια ξέρω γω αυτοκίνητα και χιλιάδες ανθρώπους και παν στα νησιά, τα θηρία με τις μεγάλες μπουκαπόρτες και τη φωτεινή πινακίδα που τσουλάει, αναχώρησις ώρα τάδε και μισή, πάντα αργά το απόγευμα φεύγουν, να ’ναι χαράματα το πρωί στον προορισμό να βγουν τα φορτηγά να κάνουν δουλειά.
Οπότε την είχε αράξει πάνω σε μια δέστρα και χάζευε. Και κόβει το μάτι του δυο κορίτσια, κούκλες, πανέμορφες, μικρές ήταν, εικοσπέντε τριάντα το πολύ, κι ήταν σφιχταγκαλιασμένες, το πλοίο όπου να ’ναι θα ’φευγε, μες τα φιλιά και τα χάδια, τέρμα τα ψέματα, τις είχε πιάσει το παράπονο, πού φεύγεις, πού μ’ αφήνεις, θα γυρίσω βρε ματάκια μου, δεν είναι και το τέλος του κόσμου, και ’γώ πώς θ’ αντέξω, πώς θα τα βγάλω πέρα, πώς θα ζήσω τώρα, θα ’ρθώ βρε αγάπη μου, θα περάσει ο καιρός, θα με σκέφτεσαι; δε θα σκέφτομαι τίποτ’ άλλο! θα μ’ αγαπάς; θα σ’ αγαπάω και θα πεθαίνω! δε μπορώ Παναγία μου ούτε να το σκέφτομαι, μπα τώρα, σα μωρό κάνεις.
Και δως του την κρατούσε αγκαλιά η μεγαλύτερη, και δως του η μικρή αναφυλλητά, και μετά την παίρναν τα ζουμιά και τη μεγάλη, γύριζε και την άρπαζε αγκαλιά η μικρή, να τα φιλιά, να τα χάδια, να μπλέκουν τα μαλλάκια τους, κι ύστερα ηρεμούσαν και άντε πάλι απ’ την αρχή, έρωτας μεγάλος, μου λέει ο Χρήστος, τα ’βλεπα τα πουλάκια μου κι έλιωνα, να πάω ’γώ να πετάξω να τις φέρω μαζί να ησυχάσουν οι χαζές, τι κάνουν έτσι, εμ έτσι είναι, να τον παρηγορώ εγώ τώρα τον Χρήστο, άγριο πράμα, άμα σε πιάσει δεν έχει γλιτωμό, χάνεις τ’ αυγά και τα καλάθια, ρε συ, μου λέει, μα αυτό ήταν θρήνος μιλάμε, πού πας και πού μ’ αφήνεις, σιγά μωρή θα το λιώσεις το κορίτσι, εμ έτσι είναι, ρε Χρήστο, να τη λιώσει ήθελε.
Το ξεχώρισε ξαφνικά τι του ’λεγα και τα ’χασε ο Χρήστος. Τι, να τη λιώσει ήθελε;
Να τη λιώσει. Εμείς έτσι το ’χουμε ρε Χρήστο. Παθαίνουμε ένα νταράκουλο και χάνουμε τον ορίζοντα. Θα πεθάνουμε αν δεν τον δούμε τον άλλον ένα απόγευμα. Γίνεται κόλαση. Και πού ’σουνα, και γιατί και με ποιους, και δεν είπες θα πάρεις; τι θα πει ξεχάστηκες, α, εντάξει κατάλαβα, ξεχάστηκες, και του κρατάμε μούτρα, να παρακαλέσει, να πεθάνει, να σκάσει, γονατιστός, να ικετέψει, να ματώσει, να μάθει πόσο κακό μας έκανε, να καταλάβει, πόσο μας πόνεσε, το κτήνος.
Με κοίταγε ο Χρήστος. Ε, αγάπη είν’ αυτό;
Έγινε μια ησυχία. Κοιτάζαμε το νερό που παιχνίδιζε.
Τι απόγιναν ρε τα πιτσουνάκια; είπα εγώ.
Πού να σου πω τη συνέχεια, λέει ο Χρήστος. Την ψευτοησύχασε η μεγάλη τη μικρή και την κρατούσε αγκαλιά κι άρχισε να την περπατάει πέρα δώθε, και τι να δω; από κορίτσι που ’τανε, ξαφνικά μεταμορφώθηκε. Περπατούσε με τα πόδια μισάνοιχτα, κάτι μεγάλες δρασκελιές, μαγκιά, αντριλίκι, μεγάλες κινήσεις, μόνο μουστάκι και κομπολόι δεν έβγαλε. Τα ’χασα. Μεταμορφώθηκε σου λέω. Μαντράχαλος. Εκεί το ’χασα. Δεν καταλάβαινα. Μόλις περπάτησε έγινε άλλη.
Γέλασα. Όχι ρε Χρήστο, δεν έγινε άλλη. Κορίτσια κι οι δυο κι έπρεπε η μια να κάνει στο μυαλό της το αγόρι – δεν το ’χαν ξεδιαλύνει, δεν είναι κι εύκολο Χρηστάρα, τι να σου εξηγώ τώρα, το μυαλό του ανθρώπου δεν έχει τέλος, αυτές ψάχναν έναν τρόπο να είναι κανονικές μες το μυαλό τους, η μία έπρεπε να αισθάνεται αγόρι, αυτό είναι όλο.
Συλλογιόταν ο Χρήστος. Για να την αγαπάει, ε;
Ναι, ρε, μην ξενερώνεις. Ρόλους παίζουμε οι αθρώποι. Το’χουμε κάπως στο μυαλό μας κι έτσι πρέπει να γίνει, όπως είναι στο μυαλό μας. Εμείς πρώτα εκεί το ’χουμε, στο μυαλό, κι ύστερα γίνεται στ’ αλήθεια. Δε μας είναι αυτόματο και φυσικό. Αγαπιόνταν αυτές, τα πουλάκια μου. Και αγαπιόνταν και καίγονταν. Στ’ αλήθεια. Ε, χρειάζονταν κι ένα σενάριο. Αλλά λιώνανε οι καημένες. Σαν τα κεράκια τα έρημα.
Γύρισε ο Χρήστος και ξανακοίταξε τα νερά.
Γύρισα κι εγώ.
Έκανες καμιάν ευχή ρε; τον ρώτησα.
Έκανα, είπε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου