– Κάτσε. Κάθησα. Πήρε αυτός την ψιλή κι άρχισε να με κουρεύει. Βζζζζ όλο το κεφάλι, καλά καλά. Μέχρι που δεν έμεινε τίποτα. – Σήκω. Ο επόμενος. Σηκώθηκα. Στον επόμενο σταθμό μάς δίναν από έναν γκρι σάκο τεράστιο. Με δυο φόρμες αγγαρείας μπλε σκούρες. Δυο στολές εξόδου ραφ. Και δυο πουκάμισα. Και άρβυλα. Και κάλτσες. Και φανέλες και σκελέες. Και σαπούνι, βερνίκι για τα παπούτσια και βούρτσα. Οδοντόκρεμα και οδοντόβουρτσα. Αλλά εγώ είχα το νου μου στο μαλλί. Που πια δεν υπήρχε. Περνούσα την παλάμη χαλαρά πάνω από το τριχωτόν της κεφαλής, να νιώθω τις βελονίτσες να τρυπάν το χέρι μου. – Άντε ρε προχώρα, ρε! Έπεσε και μια σπρωξιά και βρέθηκα στην επόμενη στάση. – Γδύσου. Γδύθηκα, τι να ’κανα. Πέρασε ένας με ακουστικά και μας τ’ ακούμπαγε και μας άκουγε καθώς ανασαίναμε βαθιά, όρθιοι, στη σειρά, ο ένας πίσω απ’ τον άλλον. Κι ύστερα έπρεπε να κρατήσεις τ’ αρχίδια σου με τον δείκτη του χεριού ανάμεσά τους, έτσι που να πέφτουν εκατέρωθεν, να τα δει αυτός να βεβαιωθεί ότι είναι δύο, να υπογράψε...