
Ακούω τον βρυχηθμό του ζώου και τις κλαγγές.
Από τότε που συμφωνήσαμε να συνωστισθούμε στας πόλεις, συμφωνήσαμε και ν’ αφήσουμε το μαύρο ζώο εκτός. Έτσι την είδαμε. Ότι θα το αρνηθούμε, κι άρα εκείνο θα πάψει να υπάρχει. Χτίσαμε σπίτια και μαζευτήκαμε όλοι κοντά κοντά, να νιώθουμε ο ένας τη ζέστα του άλλου. Ανάψαμε φωτιές και τα βράδια λέγαμε παραμύθια στα παιδιά μας – πώς να αφηγηθείς στα παιδιά τι παίχτηκε, αν δεν το κάνεις παραβολή. Άλλωστε, κι εμείς οι μεγάλοι, όταν θέλουμε να μιλήσουμε μεταξύ μας για το ανείπωτο, με αλληγορίες μιλάμε – δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Ένα παιχνίδι σκέψης είναι αυτό το πράμα των πόλεων. Το είπαμε πολιτισμό. Και οικοδομήσαμε. Εφτά οχτώ πατώματα κι εξήντα παραθύρια. Και δώστου κι ανεβαίναμε.
Αλλά το ζώο είναι γλυκό. Υπόσχεται. Γλυκορουθουνίζει το θηρίο, θυμίζοντάς μας την απόλυτη εκπλήρωση: πώς είναι να γαμάς και να σκοτώνεις. Να καις. Να διαλύεις τα πάντα. Πώς είναι να τα βλέπεις να γκρεμίζονται όλα. Οι αρχαίοι στρατοί, όταν καταλάμβαναν μια πόλη, είχαν δικαίωμα τρεις μέρες. Σ’ αυτές τις τρεις μέρες μπορούσες νικητής να μπεις σε όποιο σπίτι ήθελες. Να σκοτώσεις ό,τι σερνικά έβρισκες. Να κάνεις ό,τι θέλεις με τα θηλυκά. Και στο τέλος να φύγεις με τα μουλάρια φορτωμένα με ό,τι μπορούσαν να σηκώσουν. Ίσως και με κάποιο από τα θηλυκά που θα είχε κατανοήσει πώς έχει η νέα κατάσταση και θα είχε διαχειριστεί τα πράγματα με σύνεση γλιτώνοντας τη ζωή του.
Είναι γλυκό το ζώο. Ήταν λάθος που το αφήσαμε απ’ έξω. Το εξοστρακίσαμε. Δε σκεφθήκαμε έναν τρόπο να συνομιλήσουμε μαζί του. Να συνδιαλαγούμε. Τέλος πάντων. Μακριά συζήτηση αυτή, και πού να την ανοίξεις τέτοιαν ώρα, τώρα που το ζώο είναι πάλι επί θύραις. Γιατί όποτε η πόλις δυσλειτουργεί, όποτε το σπίτι τρίζουν τα θεμέλια, για οποιονδήποτε λόγο, όποτε τα πράματα δεν πάνε ήσυχα, τα ρουθουνίσματα του ζώου γίνονται βρυχηθμοί. Αραιοί, μακρινοί. Ευανάγνωστοι. Απειλητικοί.
Κι υπάρχουν άνθρωποι ανάμεσά μας που —αλίμονο— ξέρουν το ζωτικό μας ψέμα καλά. Διαβασμένοι αυτοί. Ξέρουν ότι τώρα το ζώο ζητά. Και το γλυκοχαϊδεύουν. Άνθρωποι που υπάρχουν γι’ αυτό. Που ζουν από το ζώο. Θα το καβαλήσουν και θα περάσουν ζωή χαρισάμενη. Τώρα, σήμερα. Άμεσα. Όχι σε δυο γενιές, όχι σ’ έναν αιώνα, όχι στο μέλλον. Τώρα. Αυτή τη στιγμή. Γνωρίζουν τις δυνάμεις και θα τις ελέγξουν. Γνωρίζουν τι ονόματα να δώσουν. Αγανάχτηση. Ανυπακοή. Αντίσταση. Δικαίωση. Γνωρίζουν πώς να μαστιγώσουν το ζώο και πώς να το ξαμολήσουν τυφλό, κι αυτοί καβάλα στο σβέρκο του.
Το κακό είναι ότι μνήμη δεν υπάρχει σ’ αυτά τα θέματα. Δε θυμόμαστε τι έγινε όποτε απελευθερώθηκε το ζώο. Έγινε τότε, παλιά. Πού να θυμόμαστε. Ήμασταν αγέννητοι. Τα ζήσαν άλλοι. Και δεν περνάν αυτά στο αίμα ή στο σπέρμα. Θυμάμαι μόνο ό,τι συνέβη σ’ εμένα, κι αυτό μια κουβέντα είναι. Πού να θυμάμαι τι συνέβη στον πατέρα μου και στον παππού μου. Οι εμπειρίες δε μεταβιβάζονται.
Και το κακό είναι ότι όπου βρίσκει χώρο το ζώο, εξαπλώνεται. Σαν τη φωτιά. Θ’ αποσυρθεί μόνο όταν δεν θα έχει τίποτε άλλο πια να κάψει. Αλλά τότε θα είναι αργά. Η πόλις θα έχει αφανιστεί. Οι επιδέξιοι καβαλάρηδές του, άλλοτε τόσο γοητευτικοί και τόσο ευφραδείς, τώρα θα έχουν αυτοχειριαστεί και καεί. Ή αξιοθρήνητοι θα ψελλίζουν εμετικές δικαιολογίες από το εδώλιο του κατηγορουμένου. Κι εμείς μόλις θα έχουμε ξανά ανακαλύψει τον τροχό. Και θα λέμε πάλι παραβολές στα παιδιά μας για το ζώο και τον εφιάλτη.
Και θα ελπίζουμε ότι τα παιδιά μας για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας θα ενστερνιστούν τα παραμύθια μας και θα διδαχθούν απ’ αυτά, και δε θα επιλέξουν να τα ανακαλύψουν εξ αρχής.
-------------------------------
Αφιερωμένο στους Ειδικούς, εμ ντι, πι έιτς ντι, που παίζουν με τις λέξεις, στους Αρλεκίνους που παίζουν με τους καημούς, και στους Επαναστάτες που παίζουν με το ζώο το ίδιο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου