Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Στύλοι του Ολυμπίου Διός




Στύλοι (ή Στήλες) του Ολυμπίου Διός. Ή, επί το ορθότερον, Ναός του Ολυμπίου Διός.

Τα γνωστά. Ξεκίνησε να χτίζεται —λένε— επί Πεισιστράτου. Πεντακόσια τόσο προ Χριστού. Αλλά οι εργασίες σταμάτησαν όταν διώχτηκε ο γιος του ο Ιππίας από την Αθήνα. Σαν αρχιτέκτονες αναφέρονται από τον Βιτρούβιο ο Αντιστάτης, ο Κάλλαισχρος, ο Αντιμαχίδης καί ο Φόρμος. Κι αλλού ο Πωρίνος.

Μετά ήρθαν οι Περσικοί πόλεμοι. Ύστερα η Αθηναϊκή Δημοκρατία το θεώρησε φαραωνικό έργο και το άφησε ημιτελές. Κι ύστερα ήρθε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και τα πράγματα πήραν άλλη τροπή.

Περάσαν αιώνες. Ο Αντίοχος ο Επιφανής, ο εκ Συρίας, το ανακίνησε το θέμα, αλλά πάει κι αυτός. Ετελεύτησε. Και περάσαν κι άλλοι αιώνες. Ώσπου ο μέγας λάτρης Αδριανός, μέσα στο γενικότερο πρόγραμμά του, ενέταξε και τον Ναό. Και τον τελείωσε. Τον αφιέρωσε στον Δία, και του ’φτιαξε και άγαλμα χρυσελεφάντινο. Του θεού.

Κι ύστερα περάσαν κι άλλοι αιώνες και σεισμοί και καταποντισμοί. Κατά τους χρόνους της Μεγάλης Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ο ναός γκρεμίστηκε. Μετά ήρθαν κατακτητές. Και στο τέλος ήρθαν αυτοκίνητα και νέφος.

Ουάν σερ; με ρώτησε η ταμίας. Μάλιστα, είπα εγώ. Όμορφη και ευγενέστατη. Αλλά τι να έκανα για να μην της το χαλάσω; Να έλεγα γιες πλιζ; Με κοίταξε έξω απ' τα νερά της, κατάπληκτη – ή μήπως δεν ήμουν έλληνας κι απλώς ήξερα τη σωστή λέξη; Ποτέ δεν ξέρεις. Και μου ’κοψε το εισιτήριο χαμογελώντας αμήχανα.

Μπήκα και καθόμουν και το κοίταζα. Απ’ όπου κι αν το κοιτάξεις, εικοσιέξι αιώνες είναι. Κάτι έχει να σου πει. Αρχίζεις να μετράς την ανάσα σου να κάνεις ησυχία.

Κι απλώς το κοιτάς...

-----------------------
Κλικ στις εικόνες για να δείξουν.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...