Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Βασική



– Κάτσε.

Κάθησα.

Πήρε αυτός την ψιλή κι άρχισε να με κουρεύει. Βζζζζ όλο το κεφάλι, καλά καλά. Μέχρι που δεν έμεινε τίποτα.

– Σήκω. Ο επόμενος.

Σηκώθηκα. Στον επόμενο σταθμό μάς δίναν από έναν γκρι σάκο τεράστιο. Με δυο φόρμες αγγαρείας μπλε σκούρες. Δυο στολές εξόδου ραφ. Και δυο πουκάμισα. Και άρβυλα. Και κάλτσες. Και φανέλες και σκελέες. Και σαπούνι, βερνίκι για τα παπούτσια και βούρτσα. Οδοντόκρεμα και οδοντόβουρτσα. Αλλά εγώ είχα το νου μου στο μαλλί. Που πια δεν υπήρχε. Περνούσα την παλάμη χαλαρά πάνω από το τριχωτόν της κεφαλής, να νιώθω τις βελονίτσες να τρυπάν το χέρι μου.

– Άντε ρε προχώρα, ρε!

Έπεσε και μια σπρωξιά και βρέθηκα στην επόμενη στάση.

– Γδύσου.

Γδύθηκα, τι να ’κανα.

Πέρασε ένας με ακουστικά και μας τ’ ακούμπαγε και μας άκουγε καθώς ανασαίναμε βαθιά, όρθιοι, στη σειρά, ο ένας πίσω απ’ τον άλλον. Κι ύστερα έπρεπε να κρατήσεις τ’ αρχίδια σου με τον δείκτη του χεριού ανάμεσά τους, έτσι που να πέφτουν εκατέρωθεν, να τα δει αυτός να βεβαιωθεί ότι είναι δύο, να υπογράψει τα χαρτιά.

Και μετά μας είπαν να ντυθούμε. Με τα καινούρια ρούχα που μας είχαν δώσει. Τα παλιά, τα πολιτικά, βάλτε τα στη σακούλα. Να τα δώσουμε στους δικούς μας στο πρώτο επισκεπτήριο.

Και μας πήγαν στους θαλάμους. Σα γαλιά εμείς, αλλά μας σαλαγούσε ένας σμηνίας δίφυλλος, ένα κεφάλι ψηλότερος απ’ όλους μας.

– Δεν περπατάμε. Τρέχουμε.

Σ’ αυτή τη Μοίρα δεν περπατάγαμε. Τρέχαμε. Στο προαύλιο, στη διαδρομή, στο συσσίτιο – α, ναι, ξέχασα, μας είχαν δώσει κι από μια καραβάνα. Κι ένα πηρούνι κι ένα κουτάλι. Πας για συσσίτιο τρέχοντας. Τρως καθιστός μεν, αλλά αφού φας, τρέχοντας πρέπει να φύγεις να πας στη Μοίρα. Μη σε δει ο σμηνίας να περπατάς – την έβαψες. Για το καλό σου το ’κανε. Γιατί άμα σ’ έβλεπε κάνας ανώτερος απ’ τον σμηνία να περπατάς και να μην τρέχεις, την έβαφε ο σμηνίας. Kι ύστερα εσύ ήσουν νεκρός.

Κι αρχίσαμε να μαθαίνουμε τα στάνταρ. Πώς να στρώνεις κρεβάτι, πώς να τινάζεις κουβέρτες, πώς να γυαλίζεις τ’ άρβυλα – που γινόντουσαν χάλια από την πρωινή άσκηση αλλά έπρεπε μετά να είναι γυαλισμένα, καθρέφτης, μην τυχόν και δεν ήταν, πάλι την έβαφες.

Και πώς να πλένεις την καραβάνα. Όχι ρε μαλάκα με σαπούνι, ποιος βάζει σαπούνι, παλιόψαρο, με άμμο την καθαρίζεις. Με χώμα. Τραβάει όλο το λίπος, τρίβεις καλά, και ξεπλένεις με νεράκι του θεού.

Και το βράδυ να πλύνεις τα πόδια σου. Δεν ξέρω τι άλλο έπλενες ή δεν έπλενες, αλλά να κόψεις το λαιμό σου να ’χεις πόδια πλυμένα καθαρά. Πάτε όλοι και μου κολλάτε μύκητες, γαϊδούρια!

– Αποστολόπουλε ροχαλίζεις.
– Όχι εγώ ρε μαλάκα.
– Ποιος μαλάκας ροχαλίζει;
– Σκάστε ρε μαλάκες, κοιμόμαστε.

Και Ρολ σου δίνανε να πλένεις τις κάλτσες σου και τις σκελέες σου – τι διάολο μάς μοιράζανε σκελέες, όλοι ήμασταν πια μαθημένοι στο σλιπάκι, τώρα με τη σκελέα από ποια μεριά να τα βάλεις τ’ αρχίδια σου, δε σου τα βαστάει όπως το σλιπ – κοίτα με τι βρήκαμε ν’ ασχοληθούμε τώρα!

Και δος του ασκήσεις και κόντρα ασκήσεις. Ένα δύο, εν δυο. Πάνω χέρι, ψηλά το χέρι κωλόψαρο, και ψηλά το γόνατο, και να βροντάει κάτω το πόδι. Πάμε τροχάδην, πάμε βάδην. Να ουρλιάζει ο σμηνίας – να λοιπόν γιατί ήταν όλοι τους πάντα βραχνιασμένοι. Γιατί δε μιλούσε κανείς τους κανονικά, Ουρλιάζαν. Κι έπρεπε και συ να ουρλιάζεις. Λαμβάνω την τιμήν. Ουρλιάζοντας. Αν δεν ούρλιαζες, την έβαφες.

Και πάμε και για βολή. Εσύ ο στραβογαλάς πρηνηδόν. Μπρούμυτα. Με το μι ένα φορτωμένο, οπλισμένο. Κράνος και τα λοιπά, κι ο σμηνίας όρθιος από πάνω σου, με τα πόδια ανοιχτά, σαν καβάλα, έτσι που ό,τι κι αν γίνει, όπως κι αν το κρατήσεις το όπλο, ό,τι μαλακία κι αν κάνεις, να μπορεί να πέσει απάνω σου να προλάβει.

Και στο ’χαν πει: κολλητά το όπλο στον ώμο. Αν ρίξεις και δεν τον έχεις τον υποκόπανο σφηνωμένο πιεσμένο πάνω στον ώμο σου, με το που θα κλωτσήσει το ρημάδι —κλωτσούσαν αυτά σαν άλογα— μπορεί και την κλείδα να σου σπάσει. Πρέπει λοιπόν να μην έχει απόσταση, όπλο και ώμος. Άσε που δε μπορείς να βρεις στόχο άμα δεν τον κρατάς σφιχτά ακινητοποιημένο τον διάολο. Και μη σημαδεύεις εκεί που θες να πάει η σφαίρα. Γιατί αυτό το όπλο κλωτσάει προς τα πάνω και δεξιά. Εσύ θα πρέπει λοιπόν να σημαδέψεις κάτω και αριστερά. Ώστε όταν φύγει η σφαίρα, με το κλώτσημα να πάρει τη σωστή τροχιά.

Και πάνω κάτω, πάνω κάτω, να μάθεις να βαδίζεις και δώστου τροχάδην, δώστου αλτ, δώστου μαρς, να μάθεις να περπατάς με τους υπόλοιπους, ένα σώμα. Ο ιδρώτας να μη σε λυπάται, η σκόνη να σε πνίγει, ο διπλανός να μυρίζει – όλα συντονισμένα.

Και μέσα σ’ όλο αυτό, όταν η σκέψη σου παρέδιδε, όταν δε μπορούσες πια να αντισταθείς και αφηνόσουν στη μοίρα σου, σε επισκεπτόταν η νέα αίσθηση: ότι παύεις να είσαι εσύ. Κι είσαι πια μέλος ενός άλλου σώματος που σε ξεπερνά.

«Προο-σ’χή!», άσκηση σε τρεις χρόνους. Πρώτος χρόνος, «προο». Δεν έκανες κάτι εδώ. Απλή προειδοποίηση. Δεύτερος χρόνος, «σ’χή!». Σήκωνες το δεξί σου γόνατο ώς το στήθος. Τρίτος χρόνος, κραααπ. Όλο το στρατόπεδο κοπανούσε το δεξί άρβυλο στο έδαφος. Σε στάση προσοχής. Ταυτόχρονα. Την ίδια στιγμή. Το ίδιο κλάσμα. Και μην ακούσω αρβύλα να βροντήξει αργότερα ή πιο πριν, τη βάψατε. Δε θα ρωτήσω ποιος. Δε με νοιάζει. Όλη νύχτα θα σας πηδάω. Όλους μαζί. Κι εγώ είμαι νυχτερινός τύπος. Θα σας λιανίσω μέχρι να το μάθετε. Καργιόληδες.

Και σιγά σιγά το μάθαινες. Αυτός ήταν άλλωστε ο σκοπός. Η ψυχή και το σώμα να μάθουν εντέλει ότι είσαι μέρος ενός όλου. Και κάνεις ό,τι χρειάζεται αυτό το όλον. Συντονίζεσαι. Χάνεσαι μέσα στη θάλασσα που είστε όλοι, κι είσαι μόριο κι εσύ, μέρος της, αξεχώριστος, κι έχει τους δικούς της νόμους και τον δικό της κυματισμό και πας μαζί της με τους τρόπους της. Κι όσο είσαι μαζί της δε φοβάσαι πράμα. Γιατί το όλοι μαζί είναι άλλο απ’ ό,τι εσύ σκέτος. Έχει άλλες διαστάσεις. Άλλες απ’ αυτές που φαντάζεσαι. Ο σχηματισμός δε φοβάται. Γιατί ο σχηματισμός δεν είναι το άθροισμα των φαντάρων. Ο σχηματισμός είναι ένας νέος οργανισμός. Πανίσχυρος. Τρομαχτικός. Και να σκοτωθεί ο διπλανός σου, κι εσύ ο ίδιος να σκοτωθείς, πάλι δε φοβάσαι τίποτα. Ούτε που το προσέχεις. Ο σχηματισμός δεν καταλαβαίνει Χριστό.

Με το άγαλμα ως το δρόμο προχωρήσαμε
Μου εσκούπισε τα μάτια, και χωρίσαμε.

Αυτό έπαιζε όλην ώρα ο σταθμός που έπιανε ο διπλανός μου, ένας Αρτινός. Τότε είχαμε τρανζιστοράκια.


-------------------------
Επικαιρότητα: έφυγε ο Γιάννης Πουλόπουλος.








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.