
Έξι Αυγούστου, μέρα που ’ναι.
Ανεβήκαν λέει στο βουνό να προσευχηθούν. Ο Χριστός, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος κι ο αγαπημένος, ο Ιωάννης. Και ξαφνικά ο Ιησούς μεταμορφώθηκε μπροστά τους.
«Καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς» (Ματθαίος 17,1). «Καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο στίλβοντα, λευκὰ λίαν ὡς χιών, οἷα γναφεὺς ἐπὶ τῆς γῆς οὐ δύναται οὕτω λευκᾶναι» (Μάρκος 9,3). «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ προσεύχεσθαι αὐτὸν τὸ εἶδος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἕτερον καὶ ὁ ἱματισμὸς αὐτοῦ λευκὸς ἐξαστράπτων» (Λουκάς 9,29).
Και πάνω στην προσευχή, δηλαδή, έλαμψε σαν ήλιος το πρόσωπό του, και τα ρούχα του γίναν λευκά, που τέτοιο λευκό δε φτιάχνει άνθρωπος.
Και δε μπορεί να μη σου περάσει απ’ τον νου: μεταμορφώθηκε; Ποιος μεταμορφώθηκε;
Κάτι η ανάβαση, κάτι η προσευχή, κάτι η πίστη, μήπως οι τρεις τους είδαν για μια στιγμή κάτι που τόσον καιρό δεν έβλεπαν;
Πού να ξέρει κανείς. Αλλά μπορείς να μην αναρωτηθείς;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου