Σιλό: κτήρια ή μεγάλες κατασκευές – τεράστια δοχεία για φόρτωση, αποθήκευση και εκφόρτωση στερεών που μπορούν να διακινηθούν χύμα και να συσκευαστούν σε τσουβάλια. Όπως ας πούμε τα σιτηρά, οι σπόροι, οι ζωοτροφές, η άμμος, ο άνθρακας σκόνη, το τσιμέντο, τα λιπάσματα.
Πιθανότατα η λέξη έρχεται από το λατινικό sirus, κι αυτό από το σιρός, που θα πει περιέκτης (λάκκος ή δοχείο) για αποθήκευση σιτηρών.
Οι γεωργικοί συνεταιρισμοί, τα εργοστάσια λιπασμάτων, οι τσιμεντοβιομηχανίες – παντού υπάρχουν σιλό.
Και στα λιμάνια τ’ απογεύματα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου