Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2021

Σελάνα

Ένας κόσμος γύρω στις τρεισήμισυ χιλιάδες χιλιόμετρα διάμετρο. Περίπου το εν τέταρτο της γήινης. Περιστρέφεται σαν τη μικρή την κόρη που την κρατά η μάνα της σφιχτά από τα χέρια και τη γυρίζει γύρω γύρω στον αέρα – δεν έχει ατμόσφαιρα το διάστημα, αλλιώς θ’ ακούγονταν τα γέλια και τα τσιριχτά. Η μάνα ταλαντεύεται μπρος πίσω κατά τις γυροβολιές – δεν είναι και αμελητέο το βάρος της μικρής. Κι απ’ την έλξη, τα νερά τη μια τραβιόνται κι απομένουν τα καράβια πάνω στην άμμο, και την άλλη ορμούν πίσω να πλημμυρίσουν τον τόπο! Αιχμάλωτη στο πύκνωμα της Γης, ένα πύκνωμα μάζας και χρόνου, έναν σβώλο πραγματικότητας, πιασμένη σ' αυτό το καμπύλωμα ταξιδεύει η κόρη, τόσο παγιδευμένη που ούτε να στροβιλιστεί γύρω απ’ τον εαυτό της δε μπορεί ελεύθερα. Προς τη μάνα έχει κλειδώσει το πρόσωπό της και δε γυρίζει να κοιτάξει αλλού – τέτοια έλξη πια! Και δως του γέλια και σιωπή. Μικρός κόσμος. Ογδόντα κιλά άνθρωπος να είσαι, η Σελήνη μόνο δεκατρία σε χρεώνει. Πώς να σε κρατήσει και να μην αναληφθείς! ...

Της γιαγιάς

– Γιαγιά, μου δίνεις εκατό δραχμές; – Α; Δεν έλεγε «ε» η γιαγιά όταν δεν άκουγε. «Α» έλεγε. – Ένα κατοστάρικο. – Α; Τελευταία το πρόβλημα με την ακοή της είχε παραγίνει. Έπρεπε να ουρλιάξεις. – Εκατό δραχμές! – Α; – Σιχτίρ κουφάλογο. – Ίιιι, δε ντρέπεσαι; Με κάποιο τρόπο το τελευταίο το άκουγε πάντα και σου 'κανε και την παρατήρηση. Με όσα γνώριζα τότε για τον κόσμο και τους ανθρώπους, είχα καταλήξει ότι —ποιος ξέρει— μήπως οι τελευταίες «εκατό δραχμές» που τις ούρλιαζα κάτι ξεβούλωναν, κάποια αόρατη μεμβράνη έθραυαν, οπότε την επόμενη φράση, εκείνη που λεγόταν χαμηλόφωνα, «σιχτίρ κουφάλογο», αυτό το άκουγε πάντα. Έτσι άρχισα να δοκιμάζω άλλα κόλπα: ούρλιαζα «εκατό δραχμές», έπαιρνα το «α;» ως απάντηση κι ύστερα ξανάλεγα χαμηλόφωνα «εκατό δραχμές», όντας βέβαιος ότι τώρα είχα βρει τον μηχανισμό και θα τ’ άκουγε επιτέλους το αίτημα. Πλανώμην πλάνην οικτράν. Το αίτημα ούτε έτσι έφθανε στ’ αυτιά της. Στο μεταξύ μεγάλωνα. Άρχισα δηλαδή να καταλαβαίνω ότι ήταν το «εκατό δραχμές» που, όπ...

Μόλις σήμερα... Τώρα.

Μόλις σήμερα... Τώρα.

Υποσχέσεις

Υποσχέσεις... Promises...

Οι παρελάσεις

Εγώ, να πω την αμαρτία μου, στις παρελάσεις τα κορίτσια πάω και κοιτάζω. Όχι μωρέ, ποιες αυτές στον κόσμο. Όχι βέβαια. Αυτές τι να κοιτάξω να δω. Αυτές που παρελαύνουν λέω. Η μια με τα μπλε της, η άλλη με τα χακί της, τα μαύρα της, ό,τι σώμα ανήκει η καθεμιά – ψηλές και όχι και πολύ ψηλές, κοντές, βραχείες, ξανθές, μελαχροινές, ροδομάγουλες, η άλλη με κότσο, άλλη με καρέ, άλλη τα ’χει πιασμένα πίσω κι άλλη μες το πηλήκιο. Φρεσκολουσμένες κι αστραφτερές. Εκπλήξεις, απανωτές. Τα πόδια τους. Πιο λεπτά, πιο χοντρά, γάμπες γραμμένες, αστράγαλοι δυνατοί, που μπορείς να δεις τη φλέβα να φουσκώνει, πατάν μέσα στη γόβα τη μαύρη την κοντοτάκουνη, καρποί σταθεροί, ψηλά, πιο ψηλά, κι η στολή να μαζεύεται στο στήθος καθώς το χέρι σηκώνεται στον ουρανό, ένα δύο, εν δυο, μαζεύεται και φουσκώνει και δεν ξέρεις τι είναι στολή και τι στήθια, πρέπει να περιμένεις, υπομονή, να ξανακατέβει το χέρι να τα δεις τα στήθια – τι όμορφα κάτω από τα κουμπιά, τι ωραία – δυνατά κι αδύναμα, μαζί ανθρώπινα και χάλκ...

Το παιδί που περιμένει

  Έχει την καρδιά καμένη Και τα μάτια ορθάνοιχτα ---------------------- Δυνάμεις του Αιγαίου,  Ήχος Β΄ , 1987. Το παιδί που περιμένει. Στίχοι, Δημήτρης Γιαλαμάς.

Τα πουλιά

Δυο λύπες είχα απ’ το πρωί Περάσαν τα πουλιά, τις πήραν

Η Ανθούσα, η Ξανθούσα, η Χρυσομαλλούσα

  Η Ανθούσα, η Ξανθούσα και η Χρυσομαλλούσα Από τα «Ελληνικά Παραμύθια» του Γ. Α. Μέγα, σε εικονογράφηση Ράλλη Κοψίδη. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας». Ιωάννου Δ. Κολλάρου & Σιας ΑΕ. Αθήναι, 1963. Διαβάζει ο Κώστας Παπαλέξης .

Η ποιητική ιδέα

ἐπίμονα κ’ ἡ ποιητικὴ ἰδέα πάει κ’ ἔρχεται —

Η νυχιά

  Και μου τραβάει μια νυχιά...

Ρομπέν των Δασών

Απόκριες θα πει βελούδο Θα πει συγκεκριμένη μυρωδιά – γιατί τα ρούχα που φοράμε την Κυριακή της Αποκριάς έχουν συγκεκριμένη μυρωδιά Βελούδο. Τσόχα. Που δεν τα φοράς αλλού και άλλοτε. Μόνο την Αποκριά. Ρομπέν των Δασών. Ο Ρομπέν των Δασών έχει ένα καπέλο με ένα φτερό. Κι ένα τόξο αλλά αντί για χορδή έχει μισινέζα. Πετονιά. Απ’ αυτή που πιάνουμε ψάρια. Όχι και πολύ χοντρή. Μα γίνεται αυτό; Πώς είναι μια αληθινή χορδή τόξου τού Ρομπέν των Δασών; Έτσι; Σαν πετονιά παιχνιδιού; Και για βέλος ένα βεργάκι ξύλινο πανάλαφρο που στην πίσω άκρη έχει μια εγκοπή ώστε να σκαλώνει εκεί η μισινέζα, η χορδή του τόξου, και να το τραβάς προς τα πίσω τανύζοντάς το, και δίνοντας φόρα, και το τόξο να καμπυλώνει, και μπροστά το βέλος και καλά έχει μια μύτη από γλασέ σκληρό χαρτί – δήθεν μεταλλικό, αλλά είναι χάρτινο – διαρκώς τσαλακωμένο είναι – δε μπορώ να καταλάβω γιατί γλασέ χαρτί; αυτό δεν κάνει καλά τη δουλειά του – έτσι ήταν το βέλος του Ρομπέν; Αλλ’ αυτό μας μάρανε; το βέλος; και το τόξο χάλια είναι κα...

Σκέψεις

  Σκέψεις... Thoughts...

Χάλια τα χρώματα

  Χάλια τα χρώματα στην κρεβατοκάμαρα. Δίκιο είχες.

Φάλαγγα θεοστεφής

  Μία μόνο όταν συναντήσεις, μετά τις συναντάς όλες. Έρχονται χωρίς προλόγους, χωρίς συνοδευτικά. Φάλαγγα θεοστεφής. Ήσαν πάντοτε παρούσες. Εσύ 'σουν ο τυφλός.

Κλειστόν III

Κλειστόν ΙΙΙ Closed III

Οι δουλέμποροι

Αν τίποτε άκαρδοι δουλέμποροι με άφηναν στην πόρτα σας θα με κρατούσατε στη δούλεψή σας; θα σας μιλούσα γλώσσες μακρινές σεις, μία μαθηματικός ίσως με τον καιρό ίσως μ' αφήνατε να σας πονέσω λίγο

Μαγαζί γωνία

  Μαγαζί γωνία