Ένας κόσμος γύρω στις τρεισήμισυ χιλιάδες χιλιόμετρα διάμετρο. Περίπου το εν τέταρτο της γήινης.
Περιστρέφεται σαν τη μικρή την κόρη που την κρατά η μάνα της σφιχτά από τα χέρια και τη γυρίζει γύρω γύρω στον αέρα – δεν έχει ατμόσφαιρα το διάστημα, αλλιώς θ’ ακούγονταν τα γέλια και τα τσιριχτά. Η μάνα ταλαντεύεται μπρος πίσω κατά τις γυροβολιές – δεν είναι και αμελητέο το βάρος της μικρής. Κι απ’ την έλξη, τα νερά τη μια τραβιόνται κι απομένουν τα καράβια πάνω στην άμμο, και την άλλη ορμούν πίσω να πλημμυρίσουν τον τόπο!
Αιχμάλωτη στο πύκνωμα της Γης, ένα πύκνωμα μάζας και χρόνου, έναν σβώλο πραγματικότητας, πιασμένη σ' αυτό το καμπύλωμα ταξιδεύει η κόρη, τόσο παγιδευμένη που ούτε να στροβιλιστεί γύρω απ’ τον εαυτό της δε μπορεί ελεύθερα. Προς τη μάνα έχει κλειδώσει το πρόσωπό της και δε γυρίζει να κοιτάξει αλλού – τέτοια έλξη πια! Και δως του γέλια και σιωπή.
Μικρός κόσμος. Ογδόντα κιλά άνθρωπος να είσαι, η Σελήνη μόνο δεκατρία σε χρεώνει. Πώς να σε κρατήσει και να μην αναληφθείς! Αλλά μη νομίσεις ότι πάει το σώμα σου που ήξερες και τώρα είσαι λεύτερος και ησύχασες. Όχι! Στο περπάτημα, ας πούμε, ναι, είσαι ελαφρύς. Αλλ' αν πέσεις σε τοίχο, θα πέσεις με τα ογδόντα σου τα κιλά ολόκληρα – τίποτε δεν αλλάζει. Θα κοπανήσεις. Άλλο μάζα κι άλλο βάρος. Φρόντισε να μην κάνεις εξυπνάδες.
Άδειος κόσμος. Χώμα και σκόνη. Και πέτρες. Το φως, φως, κι η σκοτεινιά μαυρίλα σκέτη. Βλέπεις, δεν υπάρχει αέρας, και δεν υπάρχει τίποτα να διαχέεται το φως. Πέφτει πάνω σου, σε φωτίζει. Δεν πέφτει, πάει, σκοτάδι μαύρο. Εδώ εκτυφλωτικά, κι έναν πόντο παρακεί, πίσα.
Χωρίς αέρα, χωρίς νερό. Όπως δε διαχέεται το φως, έτσι δεν ταξιδεύει κι ο ήχος. Ούτε καν κατασκευάζεται. Δεν πα να χτυπήσεις παλαμάκια. Δεν πα να ουρλιάξεις.
Ησυχία.
!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή