– Γιαγιά, μου δίνεις εκατό δραχμές;
– Α;
Δεν έλεγε «ε» η γιαγιά όταν δεν άκουγε. «Α» έλεγε.
– Ένα κατοστάρικο.
– Α;
Τελευταία το πρόβλημα με την ακοή της είχε παραγίνει. Έπρεπε να ουρλιάξεις.
– Εκατό δραχμές!
– Α;
– Σιχτίρ κουφάλογο.
– Ίιιι, δε ντρέπεσαι;
Με κάποιο τρόπο το τελευταίο το άκουγε πάντα και σου 'κανε και την παρατήρηση. Με όσα γνώριζα τότε για τον κόσμο και τους ανθρώπους, είχα καταλήξει ότι —ποιος ξέρει— μήπως οι τελευταίες «εκατό δραχμές» που τις ούρλιαζα κάτι ξεβούλωναν, κάποια αόρατη μεμβράνη έθραυαν, οπότε την επόμενη φράση, εκείνη που λεγόταν χαμηλόφωνα, «σιχτίρ κουφάλογο», αυτό το άκουγε πάντα.
Έτσι άρχισα να δοκιμάζω άλλα κόλπα: ούρλιαζα «εκατό δραχμές», έπαιρνα το «α;» ως απάντηση κι ύστερα ξανάλεγα χαμηλόφωνα «εκατό δραχμές», όντας βέβαιος ότι τώρα είχα βρει τον μηχανισμό και θα τ’ άκουγε επιτέλους το αίτημα. Πλανώμην πλάνην οικτράν. Το αίτημα ούτε έτσι έφθανε στ’ αυτιά της.
Στο μεταξύ μεγάλωνα. Άρχισα δηλαδή να καταλαβαίνω ότι ήταν το «εκατό δραχμές» που, όπως κι αν το ’λεγες, δεν ακουγόταν, ενώ αντιθέτως το «σιχτίρ κουφάλογο» το άκουγε πάντα. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι η πάθηση ήταν στη θέληση: άκουγε ό,τι ήθελε.
Η γιαγιά μου η Σταυρούλα. Η Καράτσαλου. Των Καρατσαλαίων με τ’ όνομα. Τι ακριβώς όνομα ήταν αυτό δεν το κατανοούσα. Κάτι σκοτεινό. Κανέναν τους δεν είχα γνωρίσει. Κι έτσι κι αλλιώς, Καράτσαλος είναι κάτι σκληρό και μαυριδερό που δε θρονιάζεται καλά στη σκέψη ενός παιδιού. Καράτσαλος. Και τι με νοιάζει εμένα;
Είχαν βέβαια κουμπούρια οι Καρατσαλαίοι. Στο μπαούλο τα είχαμε. Φυλαγμένα. Μαζί με τη φουστανέλα του προπάππου, του μπαμπά της γιαγιάς. Που ήταν, λέει, δάσκαλος. Αυτό κι αν ήταν δύσκολο. Δάσκαλος ο παππούς σαν τον κύριο Χριστόφιλο, δηλαδή, ή σαν τον κύριο Μέτσιο. Τι είδος πια ήταν αυτό το σόι της γιαγιάς και είχε και δασκάλους;
Η ίδια ήταν αγράμματη. Εντυπωσιακό! Η γιαγιά μου δε μπορούσε να διαβάσει εφημερίδα! Καμιά φορά αν είχε πολλή καούρα να μάθει νέα, μ’ έπαιρνε δίπλα της και προσπαθούσε να συλλαβίσει τους τίτλους.
– Η.
– Η, επαναλάμβανα εγώ.
– Νέ - α
– Νέα, επιβεβαίωνα.
– Κυ - βέ - ρ - ν -
– Κυβέρνηση, προέτρεχα ανυπόμονα.
Εκεί σαν κάπως της το χαλούσα. Απογοητευόταν. Τα παρατούσε. Σταμάταγε, και μου ’λεγε να της διαβάσω εγώ. Κι ύστερα κουραζόταν, κι ερχόταν η ώρα για τον ύπνο. Αφού όμως κάνει την προσευχή της. Κοιτούσε ψηλά, στο εικόνισμα, που ’χε μέσα και τα στέφανα, και σταυροκοπιόταν, σταυρούς μεγάλους, απ’ τη μια άκρη στην άλλη, χαρά στην υπομονή της, και ψιθύριζε προσευχές, κι εγώ άκουγα τους ψιθύρους και τους ήχους τής μασέλας που έπλεε στο στόμα της πριν τη βγάλει να την βάλει στο πιατάκι δίπλα της στο κομοδίνο, και ύστερα ήταν έτοιμη να πέσει για ύπνο.
Λίγα θυμάμαι απ’ τη γιαγιά μου. Αν και με μεγάλωσε εκείνη. Θυμάμαι, ας πούμε, που μου τραγούδαγε τον Μενούση για να κοιμηθώ. Ο Μενούσης, ο Μπιρμπίλης κι ο Μεμέτ Αγάς. Κι ύστερα όταν πήγα Δημοτικό είχαμε έναν συμμαθητή Μπιρμπίλη κι εκεί τα πράματα χαλάσαν πολύ γιατί δεν είχε καμμία σχέση με τον Μπιρμπίλη του τραγουδιού και ήταν μεγάλη απογοήτευση αυτός ο βλάκας ο Μπιρμπίλης ο συμμαθητής μου, και μου τα χάλαγε όλα, τόσο χαζή φάτσα.
Και μου έλεγε και την ιστορία με το Σπήλαιο των Ιωαννίνων και πώς το ανακάλυψαν, ο Κασβίκης και οι άλλοι, και πώς βρήκαν εκειό το κόκαλο της πεθαμένης της αρκούδας, και δεν ήταν σωστή η θέση του κόκαλου, τι γύρευε εκεί μες τη μέση, και δως του ψάξε και ψάξε και βρέθηκαν μπροστά στην είσοδο του σπηλαίου ο Κασβίκης. Που είχε παγιδευτεί η αρκούδα. Και να σταλακτίτες και να σταλαγμίτες, ότι σταλακτίτης είναι αυτό που μεγαλώνει καθώς σταλάζει από το ταβάνι προς τα κάτω, ενώ σταλαγμίτης είναι εκείνο που ψηλώνει από τις σταλαγματιές που πέφτουν από το ταβάνι, και με τα χρόνια ενώνονται, αλλά εγώ δεν είχα δει ούτε σταλαγμίτη, ούτε σταλακτίτη, και πώς να ’ταν στην πραγματικότητα δεν ήξερα – τι να ’ταν όλ’ αυτά ποιος ξέρει, εμένα το πρόβλημά μου ήταν η αρκούδα κι ας ήταν πεθαμένη, όταν τη σκεφτόμουν τα πράματα δυσκόλευαν, και ξυπνούσα τη γιαγιά που στο μεταξύ την έπαιρνε ο ύπνος να μου πει την ιστορία από την αρχή, και πού το ’χαν βρει αυτό το κόκαλο της πεθαμένης αρκούδας;
Ούτε σταλαγμίτη, ούτε σταλακτίτη αλλά ούτε γυναίκα είχα δει πώς είναι στην πραγματικότητα και είχα πολύ μεγάλη απορία πώς να είναι – οι γυναίκες, όχι οι σταλαγμίτες, και καθόμουν στο πάτωμα ξάπλα, δήθεν αδιάφορος, να περάσει από δίπλα η γιαγιά να κοιτάξω κάτω απ’ τα φουστάνια της να καταλάβω επιτέλους πώς ήταν αυτό το μέγα μυστήριο, από τι ήταν φτιαγμένο, αλλά δεν έβλεπα και πολλά. Είτε γιατί η γιαγιά, τις περισσότερες φορές, μαζευόταν αιδημόνως, είτε γιατί και όταν κατάφερνα να πάρω μάτι, έβλεπα μια τεράστια ροζ βαμβακερή κυλότα που έφτανε μέχρι χαμηλά στους λευκούς πλαδαρούς μηρούς κι από κει ξεκινούσαν οι καλτσοδέτες και γύρω γύρω το μαύρο κομπινεζόν κι όλο αυτό ήταν πολύ μπερδεμένο και δε μου έδινε καθόλου καθαρή εικόνα πώς είναι τέλος πάντων οι γυναίκες – εγώ αυτό ήταν που λαχταρούσα να μάθω. Ώσπου κάποτε παραιτήθηκα – κατάλαβα ότι η γιαγιά δεν ήταν αντιπροσωπευτικό δείγμα και επικεντρώθηκα στη μαμά.
Στο μεταξύ μαγείρευε όμως θαυμάσια η γιαγιά. Τι γεμιστά, τι φακές, τι φασολάδα, τι ταψιά, ό,τι θες έκανε. Εν αντιθέσει προς τη μαμά η οποία ήταν επιστημονικός τύπος και όλο ανακάλυπτε τρόπους να ελαχιστοποιεί την ενασχόλησή της με την κουζίνα, η γιαγιά δεν τη χαλούσε η κουζίνα κι έφτιαχνε θαύματα, να γλείφεις τα δάχτυλά σου. Τέτοια φακή δεν έχω φάει έκτοτε στη ζωή μου. Πηχτή όσο χρειάζεται, αραιή όσο χρειάζεται, δεμένη όσο χρειάζεται – τι να σου πω, ο ορισμός της φακής.
Και μετά η γιαγιά μεγάλωσε πολύ. Δυσκόλεψαν τα πράματα. Και είχε και πίεση κι έπαιρνε και φάρμακα για την πίεση, είκοσι ανέβαινε, και είχε κι άλλα, ούτε θυμάμαι τι είχε, κι ύστερα μια μέρα, έκπληξη, έπεσε. Έπεσε. Φοβερό ρήμα. Έπεσε! Λέξη τρομερή. Έπεσε. Και πήγε νοσοκομείο. Κι εγώ χέστηκα πάνω μου από το φόβο μου και δεν υπήρχε περίπτωση να συνεννοηθώ. Καμμία περίπτωση. Έφτιαξα λοιπόν τον δικό μου κόσμο και μπήκα μέσα.
– Δεν πάω να τη δω. Δε θέλω. Θέλω να την κρατήσω στη μνήμη μου όπως ήταν.
Τι να σκέφτηκε; Δεν έμαθα. Δεν τόλμησα να μάθω. Δεν πήγα να την αποχαιρετήσω. Κι όχι απλώς δεν πήγα. Ούτε καν στενοχωρέθηκα. Άλλωστε γι’ αυτό τα κανόνισα έτσι. Για να μη στενοχωρηθώ και να μην τρομάξω. Για να μην πονέσω. Τη διέγραψα. Δεν υπήρχε γιαγιά και δεν υπήρχε παρελθόν. Μόνος μου είχα μεγαλώσει. Αυτό δα έλειπε.
Τι να σκέφτηκε εκείνη; Ποιος ξέρει. Δεν τη χαιρέτησα. Ούτε που θυμάμαι την κηδεία της. Για μένα η γιαγιά διεγράφη όταν έγινε φανερό το επικείμενο. Σα να μην είχα ποτέ γιαγιά.
Υπάρχει εκεί ένα κενό, ναι. Κάποτε θα ’ρθεί και θα κλείσει, πού θα πάει.
απο τα ωραιοτερα αναμνησιακα αφηγηματα που εχω διαβασει
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαρά και τιμή να διαβαζω τα κείμενα σου!
ΑπάντησηΔιαγραφή