Εγώ, να πω την αμαρτία μου, στις παρελάσεις τα κορίτσια πάω και κοιτάζω. Όχι μωρέ, ποιες αυτές στον κόσμο. Όχι βέβαια. Αυτές τι να κοιτάξω να δω. Αυτές που παρελαύνουν λέω. Η μια με τα μπλε της, η άλλη με τα χακί της, τα μαύρα της, ό,τι σώμα ανήκει η καθεμιά – ψηλές και όχι και πολύ ψηλές, κοντές, βραχείες, ξανθές, μελαχροινές, ροδομάγουλες, η άλλη με κότσο, άλλη με καρέ, άλλη τα ’χει πιασμένα πίσω κι άλλη μες το πηλήκιο. Φρεσκολουσμένες κι αστραφτερές. Εκπλήξεις, απανωτές. Τα πόδια τους. Πιο λεπτά, πιο χοντρά, γάμπες γραμμένες, αστράγαλοι δυνατοί, που μπορείς να δεις τη φλέβα να φουσκώνει, πατάν μέσα στη γόβα τη μαύρη την κοντοτάκουνη, καρποί σταθεροί, ψηλά, πιο ψηλά, κι η στολή να μαζεύεται στο στήθος καθώς το χέρι σηκώνεται στον ουρανό, ένα δύο, εν δυο, μαζεύεται και φουσκώνει και δεν ξέρεις τι είναι στολή και τι στήθια, πρέπει να περιμένεις, υπομονή, να ξανακατέβει το χέρι να τα δεις τα στήθια – τι όμορφα κάτω από τα κουμπιά, τι ωραία – δυνατά κι αδύναμα, μαζί ανθρώπινα και χάλκινα Κι αυτές με τις στολές παραλλαγής και τ' άρβυλα, θέλει προσοχή μην ξαστοχήσεις και δεν τις προσέξεις, αυτές μπορούν να σε ξεγελάσουν, θέλει να κοιτάς προσεκτικά τους καρπούς των χεριών τους, από κει το καταλαβαίνεις ότι είναι γυναίκα ο στρατιώτης, απ' τον καρπό, κι απ’ τη γλυκειά παρειά κάτω απ’ το λουρί του κράνους, που έχει άλλη ωραιότητα απ’ των αγοριών, άλλη ευγένεια, άλλη γλύκα – άλλη δύναμη κι άλλη αδυναμία Κι απ’ τους γοφούς γιατί αυτές έχουν κι άλλη δουλειά να κάνουν εκτός από φαντάροι, έχουν και να γεννήσουν και χρειάζονται λαγόνια μεγάλα να χωρέσει να καθήσει το έμβρυο, έχουν και τέτοια δουλειά να κάνουν αυτές και από κει τις παίρνεις πρέφα όταν κρύβονται μες τη στολή της παραλλαγής με τ’ άρβυλα και το κράνος και τ’ όπλο: από τα λαγόνια τις καταλαβαίνεις ότι είναι κορίτσια Κι αυτά τα πρόσωπα, αυτές οι κατατομές, σαν γνωστές όλες, όλα τα μάτια, ροδομάγουλες και μη, φρέσκιες ελπίδες, τι ωραία που αναπνέουν, μύτες που επεμβαίνουν, πνευμόνια γεμίζουν, αναπνοές που περπατούν, χείλη γραμμένα με αποφάσεις, χείλη με σκοπό, με πρόθεση, χείλη με μυαλό, σαν αγάλματα, σαν πίνακες όλων των φιλελλήνων ζωγράφων Τι να κοιτάξεις στην παρέλαση; Τα κορίτσια εγώ πάω και κοιτάζω – αυτή είναι η αμαρτία μου.
Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου