ἦ θαμὰ δὴ στηθέων ἐάγη κέαρ, ὁππότε δοῦπον ἢ ποδὸς ἢ ἀνέμοιο παραθρέξαντα δοάσσαι Ἦ. Επιβεβαιωτικό. Έχει εξαφανιστεί σήμερα. Πράγματι, θα πει. Ναι. Αχ, ναι. Θαμά στηθέων ἐάγη κέαρ – πολλές φορές στα στήθια (της) έσπασε η καρδιά (της). Έάγη, από το άγνυμι, σπάζω, συντρίβω – το ’χουμε σήμερα στο κάταγμα. Και κέαρ, η καρδιά, το ασυναίρετο κῆρ, αυτό που στα λατινικά είναι cor, cordis. Ναι, πολλές φορές έσπασε η καρδιά στα στήθια της, όποτε γδούπο από πόδι ή από άνεμο τής φάνηκε. Έρωτας. Σκιά που περνά κι αλαφιάζεσαι – λες, είναι εκείνος. Γυρνάς και δεν. Πας να ησυχάσεις, κι ακούς άλλη σκιά και πάλι πετάγεσαι. Ο κόσμος όλος πατήματα. Τα δικά του. Αμοιβαίο. Αν της μάγισσας τα μάτια θαμπώνουν απ’ το φως, αν η Μήδεια γίνεται του έρωτα παιδούλα, το ίδιο παιδούλι γίνεται και το φως – ο Ιάσονας. Του ίδιου έρωτα. Ό,τι καταλύεται από τη μια, καταλύεται κι από την άλλη. Έρωτας και φόβος. Εκατέρωθεν. Σαν κάθε αρχέγονο φόβο, εκεί όπου μείγνυνται το φως με το σκότος – εκεί που οι κόσμοι συντρίβονται κα...
επί παντός