Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Αύγουστος, 2023

Norma

ἦ θαμὰ δὴ στηθέων ἐάγη κέαρ, ὁππότε δοῦπον ἢ ποδὸς ἢ ἀνέμοιο παραθρέξαντα δοάσσαι Ἦ. Επιβεβαιωτικό. Έχει εξαφανιστεί σήμερα. Πράγματι, θα πει. Ναι. Αχ, ναι. Θαμά στηθέων ἐάγη κέαρ – πολλές φορές στα στήθια (της) έσπασε η καρδιά (της). Έάγη, από το άγνυμι, σπάζω, συντρίβω – το ’χουμε σήμερα στο κάταγμα. Και κέαρ, η καρδιά, το ασυναίρετο κῆρ, αυτό που στα λατινικά είναι cor, cordis. Ναι, πολλές φορές έσπασε η καρδιά στα στήθια της, όποτε γδούπο από πόδι ή από άνεμο τής φάνηκε. Έρωτας. Σκιά που περνά κι αλαφιάζεσαι – λες, είναι εκείνος. Γυρνάς και δεν. Πας να ησυχάσεις, κι ακούς άλλη σκιά και πάλι πετάγεσαι. Ο κόσμος όλος πατήματα. Τα δικά του. Αμοιβαίο. Αν της μάγισσας τα μάτια θαμπώνουν απ’ το φως, αν η Μήδεια γίνεται του έρωτα παιδούλα, το ίδιο παιδούλι γίνεται και το φως – ο Ιάσονας. Του ίδιου έρωτα. Ό,τι καταλύεται από τη μια, καταλύεται κι από την άλλη. Έρωτας και φόβος. Εκατέρωθεν. Σαν κάθε αρχέγονο φόβο, εκεί όπου μείγνυνται το φως με το σκότος – εκεί που οι κόσμοι συντρίβονται κα...

Σόλωνος

  Δεκαπενταύγουστο.

Ταμείο

Το ξέρω εγώ. Ξέρω τι θα μου πει. Την έχω κόψει. Την έχω καταλάβει. Όλες τα ίδια θα σου πούνε. Σαν κουρδισμένες. Νάτο, όπου να ’ναι θα το ξεστομίσει. Περνάει τα μαρούλια τώρα, μπλιπ, κάνει το μηχάνημα. Την κοιτάω, με κοιτάει. Περνάει το παγωτό, ξανά μπλιπ. Κοιτάμε κι οι δυο μας τα πράματα που κατηφορίζουν προς το μέρος μου. Τα ντοματίνια, μπλιπ. Τη γκαζόζα, μπλιπ. Μπλιπ. Μπλιπ. Κάνει να περάσει και το κρεμμύδι, τίποτα το μηχάνημα. Αιφνιδιάζομαι. Αιφνιδιάζεται. Το ανεμίζει το κρεμμύδι πάνω από το παραθυράκι που όλα τα βλέπει και όλα τα κάνει μπλιπ, μπα. Τίποτα. Προσπαθεί να το σκιάξει, να το απειλήσει, τίποτα. Κοιτάει τη σακουλίτσα από κάτω, φτου. Αχ, ήθελε ζύγισμα. Σηκώνεται. Μισό λεπτάκι να πάω να το ζυγίσω. Χαμογελώ παγερά. Το ξέρω. Είναι μια αναβολή. Μια άργητα. Άλλαξαν τα πράματα και τώρα πρέπει να κάνω υπομονή. Να περιμένω. Γιατί θα το ξεστομίσει εντέλει, πού θα πάει. Απλώς πρέπει να περιμένω – με τις στροφές ανεβασμένες. Ξέρω πού θα καταλήξουμε. Θα το πει και θα είμαι έτοιμος. Αλλ...

Μάνιουαλ

9 Αυγούστου 1978. Ώρα δεκατέσσερεις. Κυρίες και κύριοι. Ο κυβερνήτης κύριος Μιγάδης και το πλήρωμα σάς καλωσορίζουν στην πτήση 411 των Ολυμπιακών Αερογραμμών με προορισμό τη Νέα Υόρκη. Θρύλος. Αθήνα - Νέα Υόρκη απ’ ευθείας. Νον στοπ. Με Τζάμπο 747-200. Ένα θηρίο που μπορούσε να πάρει και πεντακόσιους ανθρώπους. Διώροφο, με τέσσερεις Πρατ εν Γουίτνι, πάνω από 350 τόνους όλο μαζί. Μόνο τα καύσιμα για τόσο μακριά ήταν 160 τόνοι. Να λογαριάσεις πόσα θα σου χρειαστούν γιατί όσο περισσότερα φορτώνεις, τόσο πιο πολλά σου χρειάζονται και για να πετάξεις – δε σε πετάει μόνο, καις και καύσιμο για να το κουβαλήσεις το καύσιμο. Ιστορική εποχή. Αθήνα - Νέα Υόρκη. Μιλάμε τα ταξί στην Αθήνα ήταν ακόμη γκρι. Με λευκή γραμμή να περιζώνει το όχημα, εκεί που σήμερα έχει μπλε. Και οι πινακίδες κυκλοφορίας είχαν δυο γράμματα, ύστερα παύλα και μετά τέσσερα νούμερα. Οι πιο κοινές ήταν ΟΑ, ΥΥ, ΥΑ. Και το αεροδρόμιο ήταν στο Ελληνικό. Περνούσες απ’ έξω κι είχε εκείνα τα χαμηλά φώτα στη μεσαία νησίδα στο δρόμο ...

Μόρφω

Μαζί με τον Σωτήρη. Και τη Σωτηρία, και τον Σώτο και τη Σώτη. Σωτήρ. Που σώνει. Ὦ παῖδες, ὦ σωτῆρες ἑστίας πατρός, κραυγάζουν οι Χοηφόρες. Κι ο Αρριανός γράφει για τον Αλέξανδρο: κατασκάψας τὴν πόλιν θύει τε ἐπὶ τῇ ὄχθῃ τοῦ Ἴστρου Διὶ Σωτῆρι καὶ Ἡρακλεῖ καὶ αὐτῷ τῷ Ἴστρῳ. Αρχαίος ο Σωτήρης. Βασιλιάς τής δυναστείας των Σελευκιδών, γιός τού Σέλευκου Α’ του Νικάτορος. Αντίοχος Α’ ο Σωτήρ. Που μετά πολέμησε στην Ιψό μαζί με τον μπαμπά και κατατρόπωσαν τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο και τον Δημήτριο τον Πολιορκητή. Εδώ δες τώρα: αυτός ο Δημήτριος ο Πολιορκητής είχε μια κόρη εκπάγλου καλλονής, τη Στρατονίκη με τ’ όνομα. Καλά – περνούσε να πάει στις δουλειές της κι από πίσω τρέχαν και μαζεύαν το χώμα που πάτησε το πεδιλάκι της – και το φυλούσαν για γούρι. Κοτζάμ Σέλευκος ο άλλος, λέει, αυτήν εγώ παιδιά, αυτήνε θέλω. Εντάξει, καλά κάνεις, πάρτηνε. Χωρίζει την Απάμα που του ’χε φορτώσει ο Αλέξανδρος —της είχε φτιάξει ένα σωρό Απάμειες ο καημένος, ένα σωρό πόλεις, την αγάπαγε την Απάμα του—, και τσ...

Κοίνος

Ἐπειδὴ εσύ ο ίδιος, ὦ βασιλεῦ, οὐ κατὰ πρόσταγμα ἐθέλεις ν’ αρχηγεύεις στους Μακεδόνες, ἀλλὰ πείσας να τους οδηγείς, ενώ σε περίπτωση που εσύ πεισθείς από κείνους, τότε δε θες να τους ζορίσεις με τις διαταγές σου, γι’ αυτό κι εγώ θα μιλήσω. Γιατί συμφέρον μοι δοκεῖ να βάλουμε ένα τέρμα στους αγώνες και στους κινδύνους. Αυτά τα στρογγυλά τού είπε τού Μεγαλέξανδρου ο Κοίνος ο στρατηγός, καθώς συσκέπτονταν αξιωματικοί και στρατός στον Ύφαση ποταμό, στις Ινδίες – να τον διαβούν και να συνεχίσουν στη μυστήρια χώρα κατά πώς ήθελε ο βασιλέας; Και συνέχισε: Κι εσύ ο ίδιος ὁρᾷς, πόσοι Μακεδόνων τε καὶ Ἑλλήνων μαζί σου ὡρμήθημεν, και πόσοι ὑπολελείμμεθα. Έστειλες οἴκαδε τους οὐ προθύμους Θεσσαλούς, καλῶς ποιῶν. Κι άλλοι ἐκ τραυμάτων ἀπόμαχοι έχουν παραμείνει σπαρμένοι εδώ κι εκεί στην Ασία. Κι οι πλείστοι νόσῳ ἀπολώλασιν, και πια ὀλίγοι ὑπολείπονται, κι αυτοί οὔτε τοῖς σώμασιν είναι γεροί, ούτε από ηθικό πάνε καλά. Και σ’ όλους αυτούς, πόθος μὲν γονέων ἐστίν, πόθος δὲ γυναικῶν καὶ παίδων, πόθος ...