Ἐπειδὴ εσύ ο ίδιος, ὦ βασιλεῦ, οὐ κατὰ πρόσταγμα ἐθέλεις ν’ αρχηγεύεις στους Μακεδόνες, ἀλλὰ πείσας να τους οδηγείς, ενώ σε περίπτωση που εσύ πεισθείς από κείνους, τότε δε θες να τους ζορίσεις με τις διαταγές σου, γι’ αυτό κι εγώ θα μιλήσω. Γιατί συμφέρον μοι δοκεῖ να βάλουμε ένα τέρμα στους αγώνες και στους κινδύνους.
Αυτά τα στρογγυλά τού είπε τού Μεγαλέξανδρου ο Κοίνος ο στρατηγός, καθώς συσκέπτονταν αξιωματικοί και στρατός στον Ύφαση ποταμό, στις Ινδίες – να τον διαβούν και να συνεχίσουν στη μυστήρια χώρα κατά πώς ήθελε ο βασιλέας; Και συνέχισε:
Κι εσύ ο ίδιος ὁρᾷς, πόσοι Μακεδόνων τε καὶ Ἑλλήνων μαζί σου ὡρμήθημεν, και πόσοι ὑπολελείμμεθα. Έστειλες οἴκαδε τους οὐ προθύμους Θεσσαλούς, καλῶς ποιῶν. Κι άλλοι ἐκ τραυμάτων ἀπόμαχοι έχουν παραμείνει σπαρμένοι εδώ κι εκεί στην Ασία. Κι οι πλείστοι νόσῳ ἀπολώλασιν, και πια ὀλίγοι ὑπολείπονται, κι αυτοί οὔτε τοῖς σώμασιν είναι γεροί, ούτε από ηθικό πάνε καλά. Και σ’ όλους αυτούς, πόθος μὲν γονέων ἐστίν, πόθος δὲ γυναικῶν καὶ παίδων, πόθος δὲ δὴ τῆς γῆς τους τῆς οἰκείας.
Γύρνα κι ο ίδιος, ὦ βασιλεῦ, στην πατρίδα. Καὶ τὴν μητέρα τὴν σαυτοῦ αφού δεις, κι αφού τακτοποιήσεις τὰ τῶν Ἑλλήνων, καὶ τὰς νίκας ταύτας τὰς πολλὰς καὶ μεγάλας ἐς τὸν πατρῷον οἶκον κομίσεις, τότε ἐξ ἀρχῆς άλλη εκστρατεία ξεκινάς, όπου σ’ αρέσει κι αγαπάς, και σ’ αὐτὰ ταῦτα τὰ πρὸς τὴν ἕω ᾠκισμένα Ἰνδῶν γένη, ή ἐς τὸν Εὔξεινον πόντον, ή ἐπὶ Καρχηδόνα καὶ τὰ ἐπέκεινα Καρχηδονίων – ο κόσμος να τον κατακτήσεις περιμένει.
Και θα σ’ ακολουθήσουν ἄλλοι Μακεδόνες καὶ ἄλλοι Ἕλληνες, νέοι τε ἀντὶ γερόντων καὶ ἀκμῆτες ἀντὶ κεκμηκότων. Είναι καλό πράμα, ὦ βασιλεῦ, ἡ ἐν τῷ εὐτυχεῖν σωφροσύνη – να φέρεσαι συνετά και μυαλωμένα όσο είναι καιρός, όσο είσαι μέσα στα καλά και στα ωραία.
Ο Ἀλέξανδρος δὲ τότε στενοχωρημένος διέλυσε τη συγκέντρωση, και την άλλη μέρα τους ξαναμάζεψε και τους είπε ότι δε θα υποχρεώσει οὐδένα ἄκοντα γιατί αυτούς που θα τον ακολουθήσουν τους έχει ἑκόντας αυτός, κι όποιος δε γουστάρει, ας γυρίσει πίσω στην πατρίδα άμα θέλει, κι ας πάει να πει ότι εγκατέλειψε τον βασιλέα του – αυτό να πάει να πει.
Και γύρισε στη σκηνή του κι έκατσε τρεις μέρες εκεί, ορίστε μας, κάτι μούτρα ώς κάτω στο χώμα. Και μετά, αφού είδε κι απόειδε ότι δεν έπιασε το γινάτι, κι ήταν πια φανερό ότι οι στρατιώτες δε θ’ άλλαζαν γνώμη, μάζεψε τους πιο ἐπιτηδείους του, και τους ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να γυρίσουν ὀπίσω, γιατί όλα γύρω του αυτό τού λένε να κάνει: ὀπίσω ἀποστρέφειν. Κι οι στρατιώτες στήσαν πανηγύρι, κι ἐβόων, χαμός έγινε, σαν ὄχλος ξυμμιγὴς, καὶ ἐδάκρυον οι περισσότεροι. Κι άλλοι τῇ σκηνῇ τῇ βασιλικῇ πελάζοντες ηὔχοντο Ἀλεξάνδρῳ πολλὰ καὶ ἀγαθά, γιατί αυτός, ο πανίσχυρος, αυτός που τους πάντες κατετρόπωσε, αυτός από τους δικούς του στρατιώτες αφέθηκε νικηθῆναι.
Ο Κοίνος ο Πολεμοκράτους – ακόμη σήμερα στην Κύπρο έτσι είναι τα ονοματεπώνυμα, ο Γιάννης Θεοχάρους κι ο Κώστας Χαραλάμπους. Μεγαλοστέλεχος, διοικητής επιφανής, θαρραλέος – όταν ο Αλέξανδρος έδιωχνε με άδεια τους νιόπαντρους, αντέστε σπίτι να ξεχειμωνιάσετε, ο Κοίνος ήταν αυτός που τούς διαπεραίωσε στη Μακεδονία, κι αυτός τους έφερε πίσω στο Γόρδιο να συνεχίσουν τον πόλεμο. Έπαιζε πάντα δεξί εξτρέμ, στην κρίσιμη θέση, εκεί έβαζε ο Αλέξανδρος τους καλύτερους, άκρη δεξιά στην παράταξη, να φυλάν τα μπόσικα – εκεί πολεμούσαν οι ατρόμητοι.
Εξηνταέξι χρόνια νωρίτερα, κάτι υπόλοιποι τού Πελοποννησιακού Πολέμου, όλο όρεξη για δράση αλλά χωρίς αντικείμενο εργασίας μετά τη συνθηκολόγηση των Αθηνών, τους είχαν ενοικιάσει οι Πέρσαι να βάλουν ένα χεράκι στα ενδοοικογενειακά τους. Αλλά ένα ωραίο πρωί, πάει, τέλος ο Κύρος που τούς είχε κουβαλήσει και τους θαύμαζε και τέρμα και τα φράγκα. Και τότε ο Φαλίνος, πεμφθεὶς παρὰ του Τισσαφέρνη, του στρατηγού τού Αρταξέρξη, του αντιπάλου τού Κύρου δηλαδή, τους λέει, κοιτάχτε παιδιά, είμεθα πάρα πολλοί εμείς, παραδώστε τα όπλα, μην κάνετε καμιά βλακεία, και μην ανησυχείτε, θα τη βρούμε την άκρη την καλή με τον μεγάλο βασιλέα – καλές προθέσεις έχει ο πολυχρονεμένος και είναι και φιλάνθρωπος.
Για κάτσε ρε συ Φαλίνε, είπε τότε ο Κλέαρχος, αν μὲν πρέπει βασιλεῖ φίλους εἶναι, τότε πιο άξιοι φίλοι θα είμαστε ἔχοντες τὰ ὅπλα παρά παραδόντες τα, ένώ αν πρέπει πολεμεῖν, καλύτερο είναι πολεμεῖν ἔχοντες τὰ ὅπλα, παρά να τα ’χουμε παραδώσει – θέλω να πω, σε κάθε περίπτωση τα κρατάμε τα όπλα – καλά δεν το καταλαβαίνω το ζήτημα;
Εντάξει, είπε νευριασμένος ο Φαλίνος, θα το μεταβιβάσω στον βασιλέα, αλλά ένα να ξέρετε: αν κάτσετε στ’ αυγά σας, θα ’χετε ειρήνη. Αν όμως κάνετε βήμα μπρος ή βήμα πίσω, έχουμε πόλεμο, εντάξει; λοιπόν, τι να πω στον βασιλέα; ειρήνη ή πόλεμος; Είμαστε απόλυτα σύμφωνοι με τον βασιλέα σου, είπε ο Κλέαρχος. Μια χαρά τα λέει, έτσι να του πεις. Άρα να του πω ειρήνη; είπε ο Φαλίνος. Όχι, φίλε, είπε ο Κλέαρχος. Να του πεις ότι συμφωνούμε: αν μὲν μένωμεν στ’ αυγά μας, ειρήνη. Κι αν κάνουμε μπρος ή πίσω, πόλεμος. Αυτό θα του πεις.
Στο μυαλό κερδίζεται ο πόλεμος. Η Κύρου Ανάβασις, του Ξενοφώντος, είναι αφήγηση, αλλά είναι και μελέτη. Πού πήγαν οι Μύριοι – πόσας παρασάγγας η μια πόλη, πόσας η άλλη. Και σε ποιες περιοχές. Πού ακριβώς στον Τίγρη και πού στον Ευφράτη. Και πώς ήσαν οι σατράπες μπερδεμένοι σε διεκδικήσεις και έριδες. Και πώς τσακώνονταν μεταξύ τους οι Έλληνες, όχι εγώ ξέρω καλύτερα, όχι εμένα να ακούτε. Και πώς διαχειρίζεσαι τις κρίσεις στο στράτευμα. Πώς την πίκρα και τον καυγά. Πώς την έλλειψη εφοδίων και πώς την κούραση. Πώς την αγωνία και την απειλή και τον φόβο του θανάτου.
Μια μελέτη από πρώτο χέρι. Πώς ο Τισσαφέρνης καθαρίζει τους Έλληνες στρατηγούς και λοχαγούς, πιστεύοντας ότι έτσι το ακέφαλο πλέον εκστρατευτικό σώμα θα βαρέσει διάλυση και ο πόλεμος θα τελειώσει. Και πώς οι Μύριοι με το άνετο βάθος πάγκου εκλέγουν νέους και εξίσου ικανούς – έναν από αυτούς μάλιστα τον ίδιον τον Ξενοφώντα που συμμετέχει στην εκστρατεία. Άριστος ιππέας, φιλολάκων, φίλος τού σκοτωμένου Κύρου και συγγραφικό τάλαντο. Η περιγραφή του των προσωπικοτήτων των σκοτωμένων στρατηγών είναι οξυδερκής εκτίμηση ικανότητος στρατιωτικού και διοικητικού προσωπικού.
Η Κύρου Ανάβασις είναι μια ιστορία σε επτά βιβλία από τον Ξενοφώντα τον Αθηναίο το 370 π.Χ. Είχαν προηγηθεί η Ιλιάδα τού Ομήρου και τα εννέα βιβλία του Ηροδότου. Και οι ιστορίες του Θουκυδίδη και ακολούθησαν τα χαμένα βιβλία του Πτολεμαίου τού Σωτήρος και του Αριστόβουλου του Κασσάνδρειoυ, τα σχετικά με τον Αλέξανδρο και την εκστρατεία του. Ήταν ένας πολιτισμός καταγραφής, σχολιασμού και μελέτης επί παντός, της ιστορίας και της στρατιωτικής τέχνης περιλαμβανομένων. Ένας πολιτισμός διαλόγου, επιχειρηματολογίας, ελεύθερης διάδοσης των συγγραμμάτων, και μελέτης και προβληματισμού πάνω σ’ αυτά. Ένας πολιτισμός διαβασμένος.
Αν η Κύρου Ανάβασις δεν είχε γραφεί, ο Αρριανός δεν θα είχε το πρότυπο να γράψει την Αλεξάνδρου Ανάβαση – τα δικά του επτά βιβλία, τόσους αιώνες αργότερα. Αλλά είναι ζήτημα αν θα είχαν καν διαδραματιστεί τα συμβάντα που τον απασχολούν: αν οι Μακεδόνες στρατιωτικοί δεν είχαν αφομοιώσει τα συγγράμματα, δύσκολα θα έκαναν τέτοια περίτεχνη συζήτηση περί πειθούς και φιλοσοφίας τού πολέμου.
Και πάντως όχι εννέα χρόνια και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα, στον Ύφαση ποταμό, στην άλλη άκρη του κόσμου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου