Το ξέρω εγώ. Ξέρω τι θα μου πει. Την έχω κόψει. Την έχω καταλάβει. Όλες τα ίδια θα σου πούνε. Σαν κουρδισμένες. Νάτο, όπου να ’ναι θα το ξεστομίσει. Περνάει τα μαρούλια τώρα, μπλιπ, κάνει το μηχάνημα. Την κοιτάω, με κοιτάει. Περνάει το παγωτό, ξανά μπλιπ. Κοιτάμε κι οι δυο μας τα πράματα που κατηφορίζουν προς το μέρος μου. Τα ντοματίνια, μπλιπ. Τη γκαζόζα, μπλιπ. Μπλιπ. Μπλιπ. Κάνει να περάσει και το κρεμμύδι, τίποτα το μηχάνημα. Αιφνιδιάζομαι. Αιφνιδιάζεται. Το ανεμίζει το κρεμμύδι πάνω από το παραθυράκι που όλα τα βλέπει και όλα τα κάνει μπλιπ, μπα. Τίποτα. Προσπαθεί να το σκιάξει, να το απειλήσει, τίποτα. Κοιτάει τη σακουλίτσα από κάτω, φτου. Αχ, ήθελε ζύγισμα. Σηκώνεται. Μισό λεπτάκι να πάω να το ζυγίσω.
Χαμογελώ παγερά. Το ξέρω. Είναι μια αναβολή. Μια άργητα. Άλλαξαν τα πράματα και τώρα πρέπει να κάνω υπομονή. Να περιμένω. Γιατί θα το ξεστομίσει εντέλει, πού θα πάει. Απλώς πρέπει να περιμένω – με τις στροφές ανεβασμένες. Ξέρω πού θα καταλήξουμε. Θα το πει και θα είμαι έτοιμος. Αλλά μ’ εκνευρίζει τώρα η αναμονή. Δεν την περίμενα. Κάνω κράτει. Λέω μέσα μου να περιμένεις. Μη σου σπάσουν τα νεύρα. Μη χάσεις από τα αποδυτήρια. Περίμενε. Φέρσου σαν κυνηγός. Σαν ινδιάνος – είχε ο Μπρους Λη ένα τέτοιο που περίμενε ο άλλος ατάραχος, σαν τη γάτα. Σαν αίλουρος. Αμερόληπτος. Σαν να μην τρέχει κάστανο. Έτοιμος να ορμήξει.
Να ’την, έρχεται. Με συγχωρείτε για την καθυστέρηση. Χαμογελάει. Παρακαλώ, λέω από τα δόντια μου. Τις ξέρω εγώ αυτές. Μπλιπ. Περνάν και τα κρεμμύδια. Μπλιπ και το αποσμητικό. Μπλιπ η οδοντόπαστα. Μπλιπ και τα σταφύλια. Δεκαοκτώ και σαράντα, μου λέει.
Δεν καταλαβαίνω. Για μια στιγμή δεν καταλαβαίνω τίποτε. Δεκαοκτώ και σαράντα, χαμογελάει. Δεκαοκτώ και σαράντα ευρώ. Α ναι. Ευρώ. Την πάτησα. Ήμουν συγκεντρωμένος αλλού. Άλλο περίμενα, κι αυτή μου είπε δεκαοκτώ και σαράντα. Και χαμογελάει κι όλας. Συμπαθητική, εδώ που τα λέμε. Με γυαλάκια στρογγυλά. Και προσωπάκι καθαρό, σα μαθητριούλα. Μικρούλα, μεγαλούλα, άντε να βρεις άκρη. Την σήμερον νομίζεις ότι η άλλη είναι παιδούλα, και μετά σού λέει τριάντα οκτώ, ας πούμε. Παιδούλα είναι αυτό; Εμένα η μάνα μου στα σαράντα της είχε καβατζάρει γεράματα. Πώς φαίνονται έτσι μικρές αδερφέ μου. Μικρύναμε όλοι σήμερα. Μικροί φαινόμαστε και ξεγελάμε. Το ασφαλιστικόν. Εδώ να δεις πρόβλημα. Άντε να τους πληρώσεις όλους αυτούς. Μικροδείχνουν και θέλουνε και σύνταξη. Ποιος θα τους πληρώσει, μου λες; Από τι λεφτά;
Δεκαοκτώ και σαράντα. Οπωσδήποτε. Με συγχωρείτε. Ν’ ανοίξω το τσαντάκι. Όμορφη είναι. Δηλαδή γλυκιά, ξέρω ’γω τώρα τι είναι όμορφη και τι δεν είναι; Όμορφη, τέλος πάντων. Αυτό. Χειλάκια κερασένια, λίγο ξέθωρα, εντάξει, μες την πόλη δε βρίσκεις κεράσι κατακόκκινο. Αλλά καλά είναι τα δικά της. Κουκλίστικα. Και λιγάκι σάρκινα, έτσι, σαν, νομίζεις άμα τ’ ακουμπίσεις θα είναι αφράτα, ήσυχα. Απαλά. Ξέρουν από στενοχώρια. Και τα μάτια της ήμερα, πίσω απ’ τα γυαλάκια. Στρόγγυλα, με ασημί σκελετό και μεγάλους φακούς – μάγκας ο οπτικός, επίμηκες πρόσωπο, σου λέει, πάρε στρογγυλά γυαλάκια να πατσίσουμε την εντύπωση, να είσαι κούκλα – ωραία μάτια που έχει, μπα παραλογίζομαι, τι δουλειά έχει τώρα, κι όμως, και δέρμα λευκό, και σγουρά μαλάκια, μπα σε καλό σου.
Κάρτα ή μετρητά; Δεν έχω καταφέρει να βγάλω το πορτοφόλι, έχουνε μπλεχτεί τα δάχτυλά μου, δεν είναι για μένα αυτά τα φρούτα – τώρα; κάρτα της λέω κι άλλο θέλω να πω, δεν το λέω και παλεύω να ξεμπλέξω το κορδονάκι και ν’ ανοίξω το τσαντάκι κι εκείνη κάνει κάτι γρήγορες στο πληκτρολόγιο, τακτακτικ, και στο μεταξύ βάζει τα πράματα στη σακούλα, άσε χριστιανή μου, μη δε μπορώ μόνος μου; και φραπ, κάνει μία κι ανοίγεται το πλαστικό και χύνονται τα σταφύλια στο ταμείο, αμάν, αχ με συγχωρείτε, θα φέρω άλλα, άστα παιδάκι μου, δε χρειάζεται – μην ανησυχείτε, της λέω, μια χαρά είναι, με κοιτάζει στα μάτια, μεγάλα τα μάτια της, καθιστή, όρθιος εγώ, προς τα πάνω που κοιτάζει ομορφαίνουν τα μάτια της κι άλλο – ή αυτή ομορφαίνει; το ’χω σκουπίσει το ταμείο, μου λέει καθώς μαζεύει τις ρόγες, το ’χω καθαρίσει, μην ανησυχείτε, δεν είναι βρόμικα, σωπάτε καλέ, της λέω, τι να πω; δεν έχω ΙΚΑ; τι σκάτε, γελάει αυτή, να το πάρεις αγκαλίτσα να του πεις μην στενοχωριέσαι, ποιος σου είπε ότι ανησύχησα – ορίστε, δεν ανησύχησα, να της φιλήσεις τα μαλάκια και να ’ναι όλα καλά και όμορφα.
Καρτούλα μου είπατε; Ναι, μάλιστα, καρτούλα σας είπα, αλλάζουν οι σκέψεις, δεν ξέρω τι να σκεφτώ, κρατάω ήδη την πιστωτική και κάνει μια, φραπ, γυρίζει το μηχανάκι, τακ κάνει με το νύχι της στο τζαμάκι, ότι εκεί να πλησιάσω την κάρτα, χέρια επιδέξια, δάχτυλα όμορφα, κοριτσίστικα, άλλο μπλιπ η κάρτα, κονέκτινγκ γράφει η οθόνη, τώρα να πω κάτι ή να μην πω; εξηντατέσσερα λεπτά επιστροφή έχετε, μου λέει, να τα περάσω; να τα περάσετε, της λέω, τικτακ τα δάχτυλά της και χραπ κόβει το χαρτάκι και μου το βάζει στη σακούλα μαζί με τα σταφύλια που τα μαζέψαμε και τα κρεμμύδια και όλα, κι εκεί που δεν ξέρω τώρα τι κάνουν,
Καλή Παναγιά, μου λέει.
Νάτο. Δεν το περίμενα; Το περίμενα. Απ’ την αρχή αυτό περίμενα. Το ’ξερα. Κι ήμουν έτοιμος. Να της τα χώσω – γιατί αγαπητή μου, υπάρχει και κακή παναγιά; τι αμολάτε κουταμάρες μωρέ, έτσι θα της έλεγα, γιατί δε σκεφτόστε πριν μιλήσετε, θα το ’κανα θέμα, τι βλακείες ασυμμάζευτες, το σχολείο σάς μάρανε και το φροντιστήριο, πλαστικόπαιδα, αμόρφωτα, αλλά έχει χαθεί, πάει η χώρα, δεν είναι αυτή που ήξερα, είδος εν ανεπαρκεία, καμία αίσθηση, τίποτα, ξεκούδουνα, αμολάτε, καλή απόλαυση, όποιον πάρει ο χάρος, καλή συνέχεια, καλάμια και κοφίνια.
Καλή Παναγιά της λέω κι εγώ και χαμογελάει – ωραία μάτια.
Τι να έλεγα, δηλαδή;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου