Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Norma

ἦ θαμὰ δὴ στηθέων ἐάγη κέαρ, ὁππότε δοῦπον
ἢ ποδὸς ἢ ἀνέμοιο παραθρέξαντα δοάσσαι

Ἦ. Επιβεβαιωτικό. Έχει εξαφανιστεί σήμερα. Πράγματι, θα πει. Ναι. Αχ, ναι. Θαμά στηθέων ἐάγη κέαρ – πολλές φορές στα στήθια (της) έσπασε η καρδιά (της). Έάγη, από το άγνυμι, σπάζω, συντρίβω – το ’χουμε σήμερα στο κάταγμα. Και κέαρ, η καρδιά, το ασυναίρετο κῆρ, αυτό που στα λατινικά είναι cor, cordis.

Ναι, πολλές φορές έσπασε η καρδιά στα στήθια της, όποτε γδούπο από πόδι ή από άνεμο τής φάνηκε. Έρωτας. Σκιά που περνά κι αλαφιάζεσαι – λες, είναι εκείνος. Γυρνάς και δεν. Πας να ησυχάσεις, κι ακούς άλλη σκιά και πάλι πετάγεσαι. Ο κόσμος όλος πατήματα. Τα δικά του.

Αμοιβαίο. Αν της μάγισσας τα μάτια θαμπώνουν απ’ το φως, αν η Μήδεια γίνεται του έρωτα παιδούλα, το ίδιο παιδούλι γίνεται και το φως – ο Ιάσονας. Του ίδιου έρωτα. Ό,τι καταλύεται από τη μια, καταλύεται κι από την άλλη. Έρωτας και φόβος. Εκατέρωθεν. Σαν κάθε αρχέγονο φόβο, εκεί όπου μείγνυνται το φως με το σκότος – εκεί που οι κόσμοι συντρίβονται και γεννιώνται σύμπαντα. Κοσμογονίες.

Εἴθ᾽ ὤφελ᾽ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος – που να μην έσωνε να ’χε φανεί η Αργώ, θρηνεί η Τροφός. Η αρχή τού κακού. Άμα φάνηκε, σωτηρία δεν υπάρχει. Ούτε για τη Μήδεια και τον Ιάσονα, ούτε για τον Εύδωρο και την Βελέντα. Ελληνικά, ο καλοδωρισμένος, και κέλτικα, η ουελέτα – *welet- ο μάντης. Η ιέρεια. Θεότητα των Γερμανών. Μπορεί μια ιέρεια να συγκαταλέγεται στους socii et amici populi Romani; Ασύλληπτη έννοια. Οι φίλοι του Ρωμαϊκού λαού. Καμία σχέση. Κι όμως: του έρωτα το καύσιμο δεν είναι η κοινότητα. Είναι η διαφορά.

Νόρμα και Πολιόνε. Ίδιο πρόβλημα – άλλη διατύπωση. Οδός ακανθώδης. Η Βλέπουσα, η Μήδεια, διαμελίζει τον αδελφό της για να σταθεί να μαζέψει τα κομμάτια ο πατέρας της. Και η Πρότυπη, η Νόρμα, σκορπίζει τον λαό της, για να συμμαζέψει τα μέλη ο δικός της πατέρας. Κι οι δυο για να μείνουν στον νυμφώνα απερίσπαστες. Η μάγισσα με τον θεραπευτή. Η ιέρεια – una sacerdotessa, κι ο πολιτισμός – un Romano!

Για μια τρελή ελπίδα. Από καταβολής, οι άνθρωποι στις δυνάμεις που αναμετριούνται αποδίδουμε ξεχωριστές ονομασίες. Χωροθετούμε – το καλό από δω, το κακό από κει. Ο πολιτισμός και το σκότος. Και, για ευχέρεια, βάζουμε και την άλλη εφεύρεσή μας, τον χρόνο, και μετρά. Πρώτα το ένα, και μετά το άλλο, τότε το σκότος, τώρα πια το φως.

Αν ήταν πράγματι έτσι, αν ήταν σε άλλο χρόνο και χώρο, γιατί να εξακολουθεί να μας απασχολεί; Ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί – ανάποδα στραφείτε ποταμοί. Έχουν παρέλθει χιλιάδες χρόνια απ’ τον καιρό της ελληνικής τραγωδίας. Η ιταλική όπερα, απότοκο άλλης οπτικής και νέας συναινέσεως, αφού η τραγωδία καθαυτήν δε λέει να ημερέψει, θα επιχειρήσει, αν μη τι άλλο, να σώσει τα παιδιά.


---------------------------------------
Απολλώνιος ο Ρόδιος, Αργοναυτικά.
Ευριπίδης, Μήδεια. Μετάφραση Μίνως Βολανάκης.
Ιούλιος Καίσαρ, Commentarii de Bello Gallico.
Chateaubriand, Les Martyrs. Une oeuvre apologétique.
Bellini, Romani, Norma. Una tragedia lirica.






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.