9 Αυγούστου 1978. Ώρα δεκατέσσερεις. Κυρίες και κύριοι. Ο κυβερνήτης κύριος Μιγάδης και το πλήρωμα σάς καλωσορίζουν στην πτήση 411 των Ολυμπιακών Αερογραμμών με προορισμό τη Νέα Υόρκη.
Θρύλος. Αθήνα - Νέα Υόρκη απ’ ευθείας. Νον στοπ. Με Τζάμπο 747-200. Ένα θηρίο που μπορούσε να πάρει και πεντακόσιους ανθρώπους. Διώροφο, με τέσσερεις Πρατ εν Γουίτνι, πάνω από 350 τόνους όλο μαζί. Μόνο τα καύσιμα για τόσο μακριά ήταν 160 τόνοι. Να λογαριάσεις πόσα θα σου χρειαστούν γιατί όσο περισσότερα φορτώνεις, τόσο πιο πολλά σου χρειάζονται και για να πετάξεις – δε σε πετάει μόνο, καις και καύσιμο για να το κουβαλήσεις το καύσιμο.
Ιστορική εποχή. Αθήνα - Νέα Υόρκη. Μιλάμε τα ταξί στην Αθήνα ήταν ακόμη γκρι. Με λευκή γραμμή να περιζώνει το όχημα, εκεί που σήμερα έχει μπλε. Και οι πινακίδες κυκλοφορίας είχαν δυο γράμματα, ύστερα παύλα και μετά τέσσερα νούμερα. Οι πιο κοινές ήταν ΟΑ, ΥΥ, ΥΑ. Και το αεροδρόμιο ήταν στο Ελληνικό. Περνούσες απ’ έξω κι είχε εκείνα τα χαμηλά φώτα στη μεσαία νησίδα στο δρόμο – δεν είχε ψηλούς πυλώνες η παραλιακή, για ασφάλεια, μην τυχόν και ξύσει κάνα αεροπλάνο.
Και τις στολές στα κορίτσια τις είχε σχεδιάσει ο Πιέρ Καρντέν. Έπιανε το αεροπλάνο στην Αμερική και στην Αυστραλία, κι εκείνο τον καιρό, όχι ίντερνετ, καλά καλά ούτε τηλέφωνο δε μπορούσες να παίρνεις τόσο μακριά, ακόμη γράμματα γράφαν, σας φιλώ όλους, ο Θανασάκης σας, και πιάναν τα αεροπλάνα και μπαίναν μέσα πατριώτες κι αφήναν λουλούδια στην καμπίνα, τέτοιος καημός. Και ταξιδεύαν με το Μπόινγκ η Τζάκι και η Κάλας και οι διάσημοι και οι σπουδαίοι. Και στην πρώτη θέση αστακός και σαμπάνια. Το πρόσωπο μιας χώρας. Μόλις την προηγούμενη χρονιά ο Ανδρόνικος είχε βρει τη Βεργίνα.
Άλλος πλανήτης τα Τζάμπο. Διαστημική τεχνολογία. Πήγαινες στο γκουντ μπάι και καθόσουν να τα χαζεύεις που σειόταν ο τόπος καθώς τροχοδρομούσε το θηρίο – τάξι το λένε στα δικά τους τα λεξιλόγια αυτοί, τάξι εδώ, τάξι εκεί, μέχρι που έβγαινες στον 33R, αυτός ήταν τότε ο μοναδικός, και στεκόσουν στην αρχή του, είχες πάρει το κλίρανς, ανέβαζες τις μανέτες όλες μαζί και βρυχόταν το τέρας, έλυνες τα φρένα κι ακολουθούσαν τα πέντε πιο δύσκολα λεπτά όλου του κόσμου, η πλάτη σου κολλημένη στο κάθισμα, το πουλί γεμάτο, κόσμος, πράματα και καύσιμα, θεόβαρυ, άντε να ξεκινήσει και άντε να τρέξει κιόλας, εκείνη την ώρα οι κινητήρες περνούσαν τη μεγαλύτερη δοκιμασία, στο φουλ, της κακομοίρας, να πάρεις τρελή ταχύτητα, να καταφέρεις να σηκώσεις το ριναίο.
Και πάνω που κοντεύεις ακούς το μπαμ δεξιά σου, τα φτύνει ο ένας ο κινητήρας, τι γίνεται μηχανικέ, ξέρω ’γω, καλά γίνεται, το κοιτάζω, ναι, αλλά δεν έχεις και πολλά να δεις, είσαι στο VR, έτσι το λεν αυτοί, VR είναι το μη περαιτέρω, όταν τρέχεις VR δε μπορείς να το παίξεις κύριος – έχω πρόβλημα, φρενάρω και όλα καλά. Όχι. Πας πια τόσο γρήγορα μ’ όλους αυτούς τους τόνους που δε θα σου φτάσει ο διάδρομος – αν τώρα ματαιώσεις θα σου σωθεί το αεροδρόμιο και θα τσακιστείς στα σίγουρα. Τι κάνεις; Τι να κάνεις. Απογειώνεσαι. Μα δεν έχεις ισχύ. Ναι αλλά, είπαμε, αν ματαιώσεις τσακίζεσαι. Οπότε απογειώνεσαι. Κι ό,τι κάτσει.
Ωραία. Να δουλεύουν τα τούρμπο φουλ και να μην παίρνει ύψος το ρημάδι – να είναι κρατημένο. Μαγκωμένο. Σαν εκείνα τα όνειρα, σαν εφιάλτης, που ορμάς και δεν ορμάς ποτέ, που κάτι σε κρατάει, όλη η ζωή σου σαν αγκυρωμένη, σα σε γκέμια τυλιγμένος κι ελπίδα καμία. Που ξεκινάς να πετάς – τι να πετάς, δηλαδή, να σέρνεσαι στον αέρα λαβωμένος.
Και να περνάν τα δευτερόλεπτα. Τέλος είπαμε το αεροδρόμιο, πάει, και τώρα είσαι πάνω από σπίτια. Τρόπος του λέγειν, από πάνω. Ξύνεις ταράτσες. Το αεροπλάνο σήμερα έχει μέσα καμιά τετρακοσαριά αμερικάνους που γυρνάν από διακοπές. Καταχαρούμενοι – τέτοιο κόμπλεμεντ που τους κάνεις να πετάς ξυστά, τραβάνε αυτοί φωτογραφίες σαν τρελοί, από τα φινιστρίνια, τότε δεν είχε κινητά, είχε τις μηχανές που παίρναν καρούλι, κόντακ, φούτζι, ξέρω ’γω, και τραβούσες ώς να σωθεί το φιλμ – μόνο το πλήρωμα καμπίνας το ’χει πάρει είδηση πόσο στραβά είναι ο γιαλός και δε λένε κιχ, κοιτιόνται κάποιοι μεταξύ τους, τι να πουν, παίρνει η άλλη στο εσωτερικό τηλέφωνο την οικονόμα, την έχουμε βάψει, της λέει, το ξέρω λέει αυτή, τώρα; τα παιδιά! θα φτάσει η αποζημίωση να μεγαλώσουν τα παιδιά; – και χαρά οι αμερικάνοι, μες το μικρό χωριό με τους 160 τόνους καύσιμα που δε μπορεί να πετάξει, κι από κάτω μια Αυγουστιάτικη πόλη, κόσμος και κοσμάκης, χτυπάει σαραντάρι κανονικό η θερμοκρασία, κατακαλόκαιρο, εδώ αν πέσεις θα σέρνεσαι ανάμεσα στα σπίτια κάνα χιλιόμετρο – έτσι δεν είναι; Και τα καύσιμα θ’ αρπάξουν.
Μάζεψε τις ρόδες, έχει πει αυτός στον συγκυβερνήτη, ήδη από το μπαμ. Που είναι τρέλα αυτό. Φάουλ. Άκυρο. Δε μαζεύεις ρόδες με μηχανές κομμένες. Γιατί κάτι το κατέβασμα οι πόρτες, κάτι το ανέβασμα, θα σου κοπεί κι άλλη ταχύτητα, το λέει το μάνιουαλ, τις αφήνεις τις ρόδες και κρέμονται, έτσι λεν τα χαρτιά, πεντακάθαρα. Τίποτα αυτός. Μάζευτες. Να περάσουμε το Πανί.
Λόφος Πανί, εκεί παρακάτω απ’ το Ελληνικό. Εκτός σχεδίου πόλεως ήταν, βόλτα για τον κοσμάκη, ανεβαίναν και καλοπερνούσαν, παρέες, εκδρομές, ζευγαράκια. Τώρα καλοκαίρι και δεν είχε σχολεία να γεμίζουν τον τόπο πιτσιρίκια, κι ήταν και δύο η ώρα ντάλα, εντάξει, ποιος να βολτάρει εκεί. Διακόσια πόδια ο λόφος, εξήντα μέτρα, δηλαδή. Κι αυτός περνάει από πάνω στα εξήντα τρία. Ξυστά. Και με το που πέρασε και βγήκε από την άλλη μεριά, του κατέβασε και τη μύτη του αεροπλάνου, σαν κατηφόρα.
Παλιός πιλότος της Πολεμικής. Ήξερε. Γιατί αφού δεν είχε ταχύτητα κι ούτε ισχύ να την ανεβάσει – εκείνη την ώρα πετούσε με 158 μίλια, κοντά 250 χιλιόμετρα την ώρα, σα γρήγορο αυτοκίνητο, με τέτοια ταχύτητα να στρίψει δε γινόταν. Για να το στρίψεις το θηρίο πρέπει να το γείρεις. Κι άμα το γείρεις θα γίνει ό,τι γίνεται στο ποδήλατο άμα γείρεις και δεν τρέχεις: πέφτεις σα βαρίδι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να το βουτήξει τη μύτη μπας και πάρει λιγουλάκι ταχύτητα. Μπας και του φτάσει να το πετάξει μέχρι το Αιγάλεω. Τα ’χε όλα υπολογίσει. Να φύγει από τις πολυκατοικίες και να το πάει να το ρίξει πάνω στην πλαγιά, ταχτοποιημένα πράματα, αυτό ήταν το σχέδιο, μπας και γλιτώσει κανείς απ’ αυτούς που καθόντουσαν στην ουρά – πού ξέρεις, αυτοί συνήθως χτυπάν τελευταίοι, καμιά φορά επιζεί και κανένας.
Κι εκεί άλλαξαν όλα. Όλα αλλιώς. Το βύθισε το αεροπλάνο και κάτι πήρε από ταχύτητα. Και άμα το πλησιάσεις κι άλλο στο έδαφος γίνεται κι άλλη δουλειά: γκράουντ εφέκτ το λένε αυτοί με τα κινέζικά τους, τα ’ξερε αυτός αυτά, αλλάζει η ροή του αέρα κάτω από το σκάφος. Γίνεται βολικότερη. Και στο μεταξύ ήταν και μακριά από την πόλη, άλλη θερμοκρασία εδώ, πού το σαραντάρι της Συγγρού, εκεί που πετούσε δίπλα στον Πύργο της Ιντεραμέρικαν και γνέφανε και χαιρετιόνταν οι αμερικάνοι με τις γραμματείς. Και σηκωνόταν σκόνη, τη φτιάχναν τη Συγγρού τότε, θα ’ρχόταν ο Ντ’ Εστέν. Και στο μεταξύ κάτι πήρε κι από ισχύ – φαίνεται κάτι ψιλοδιόρθωσε κι ο μηχανικός. Είχαν περάσει μόλις ενενήντα τέσσερα δευτερόλεπτα από το μπαμ. Κι άρχισε να το στρίβει μαλακά, κλεφτά, πριν το Αιγάλεω, να το βγάλει πάνω από τη θάλασσα, στον Σκαραμαγκά, εκεί που έχει σήμερα τους γερανούς η COSCO, κι από ’κεί ν’ αδειάσει καύσιμα και ν’ ανέβει προς Ελληνικό. Δεν τ’ άδειασε όλα. Τα λυπήθηκε. Κρίμα ήταν, έτσι είπε μετά.
Ώσπου το ’φερε και το ξαναπροσγείωσε και κατεβήκαν και ρωτάγαν οι αμερικάνοι μα γιατί κατεβήκαμε, και στο μεταξύ κάτι ξαδέρφια ήταν στον Πανιώνιο και το ’χαν δει το αεροπλάνο που δεν πετούσε κι είχαν πάρει τηλέφωνο τις δυο τις κόρες του.
Κι ήταν εκεί αυτές. Περιμέναν.
-------------------------------
Εκπομπές Παπαπέτρου και Αντωνοπούλου. Και αναφορές δεξιά αριστερά. Γκουγκλαρίσματα. Τότε δεν υπήρχε Επιτροπή Διερεύνησης Ατυχημάτων και Ασφάλειας Πτήσεων – συστάθηκε το 2001. Δεν υπήρχε ούτε ομάδα Ζήτα. Συστάθηκε τον Φεβρουάριο τού 1979. Και τον Μάιο τού ίδιου χρόνου κατέφθανε ο Ντ’ Εστέν για την τελετή υπογραφής της ένταξης. Η Μπόινγκ που ρωτήθηκε λέει ότι σύμφωνα με το μάνιουαλ το αεροπλάνο έχει πέσει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου