Μαζί με τον Σωτήρη. Και τη Σωτηρία, και τον Σώτο και τη Σώτη.
Σωτήρ. Που σώνει. Ὦ παῖδες, ὦ σωτῆρες ἑστίας πατρός, κραυγάζουν οι Χοηφόρες. Κι ο Αρριανός γράφει για τον Αλέξανδρο: κατασκάψας τὴν πόλιν θύει τε ἐπὶ τῇ ὄχθῃ τοῦ Ἴστρου Διὶ Σωτῆρι καὶ Ἡρακλεῖ καὶ αὐτῷ τῷ Ἴστρῳ.
Αρχαίος ο Σωτήρης. Βασιλιάς τής δυναστείας των Σελευκιδών, γιός τού Σέλευκου Α’ του Νικάτορος. Αντίοχος Α’ ο Σωτήρ. Που μετά πολέμησε στην Ιψό μαζί με τον μπαμπά και κατατρόπωσαν τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο και τον Δημήτριο τον Πολιορκητή.
Εδώ δες τώρα: αυτός ο Δημήτριος ο Πολιορκητής είχε μια κόρη εκπάγλου καλλονής, τη Στρατονίκη με τ’ όνομα. Καλά – περνούσε να πάει στις δουλειές της κι από πίσω τρέχαν και μαζεύαν το χώμα που πάτησε το πεδιλάκι της – και το φυλούσαν για γούρι. Κοτζάμ Σέλευκος ο άλλος, λέει, αυτήν εγώ παιδιά, αυτήνε θέλω. Εντάξει, καλά κάνεις, πάρτηνε. Χωρίζει την Απάμα που του ’χε φορτώσει ο Αλέξανδρος —της είχε φτιάξει ένα σωρό Απάμειες ο καημένος, ένα σωρό πόλεις, την αγάπαγε την Απάμα του—, και τσουπ νυμφεύεται το μωρό τη Στρατονίκη – άλλη χάρη η μικρή. Γίνηκεν ο γάμος, χαρές και ξεφαντώματα, νταούλια, πίπιζες, κακό, εδώ – στα δικά μας τα μέρη, στην Πιερία γινόσαντε αυτά. Εντάξει πήγαινε το πράμα – είχαν κάνει κι ένα παιδί. Τον έτρωγε όμως η στενοχώρια τον Σέλευκο. Ο γιός του ο μεγάλος. Είχε πέσει του θανατά. Να μην τρώει, να μην πίνει. Να τον τρώει το σαράκι. Βρε τι έχει το παιδί – τίποτα. Κι ένα πρωί, εκεί που συλλογιόταν την κακή του τύχη, βαράει η πόρτα, νάσου ο Ερασίστρατος. Γιατρός και ντόκτορ, ειδικεύσεις, πτυχία, σοφός μιλάμε, όλα τα ’ξερε και όλα τα ’κανε σωστά. Τον είχε βάλει ο πατέρας να κοιτάει τον μικρόν.
– Καλώς τον τον σοφό τον δόκτορα. Τι γίνεται γιατρέ μου; Πώς τα βλέπεις;
Το πάτωμα να κοιτάει ο Ερασίστρατος.
– Αμάν χριστιανέ μου. Τον χάνουμε;
– Αχ, Μεγαλειότατε.
– Άσε ρε τους βόγγους και μίλα.
– Έρως, Μεγαλειότατε. Ἔρως ἀνίκατε μάχαν.
– Τι λες αυτού βρε; Ερωτευμένο είναι το παιδί;
– Αχ, Μεγαλειότατε.
– Τι αχ και βαχ ωρέ. Να του τη δώσουμε, να ησυχάσει.
– Δε γίνεται βασιλιά μου.
– Τι πάει να πει δε γίνεται;
– Τη γυναίκα μου θέλει, άρχοντά μου.
Και δως του να κοιτάει το πάτωμα. Γίνηκε ησυχία μέσα στο σπίτι. Προσωπικό, παρατρεχάμενοι, δούλοι – κιχ δεν ακουγόταν. Κάποια στιγμή ο Σέλευκος είπε μαλακά.
– Ε, δως την και συ καημένε. Τι θα πάθεις.
– Τι λες ρε Μεγαλειότατε, αγριεύτηκε ο Ερασίστρατος. Να του δώσω τη γυναίκα μου; Εσύ δηλαδή θα του ’δινες τη δική σου;
– Εγώ; Μη σώσω! Φυσικά και θα την έδινα του παιδιού. Γέρος άνθρωπος εγώ, τι να την κάνω. Στα νιάτα ανήκει το μέλλον, ρε συ Ερασίστρατε! Τόπο στα παιδιά μας, φίλε. Αμάν πια. Πώς κάνεις έτσι.
Γίνηκε μια ησυχία.
– Τι με κοιτάς, ρε γιατρέ;
– Εντάξει τότε. Τη δικιά σου γυναίκα θέλει, βασιλιά μου. Όχι τη δικιά μου.
Ανοιγόκλεισε το στόμα ο Σέλευκος – ήχο δεν έβγαλε.
– Εκείνη; τόνε θέλει ρε; ψέλισε.
Ναι, κούνησε το κεφάλι του ο γιατρός.
Πέρασε άλλη μια στιγμή.
– Πες της να ετοιμάζεται, είπε ο Νικάτωρ. Κι αυτόνε φέρτον – έχω να του πω.
Και τη χώρισε τη Στρατονίκη του και την έδωσε στο παιδί. Στον Αντίοχο τον Σωτήρα. Ν’ αγαπιόνται να περνάνε καλά. Κι έκανε κι ο Αντίοχος τις μάχες του και τις εκστρατείες του, τουρλουμπούκι γινόταν τότε με τους Διαδόχους, έφτιαξε κι αυτός την Απάμειά του για τη μαμά και την Αντιόχειά του για τον παπάκη του κι εσκαρώσανε με τη γυναίκα του και κουτσούβελα, μιαν Απάμα και μια Λαοδίκη και μια Στρατονίκη να τους βρίσκονται – είπαμε: ο ένας πα στον άλλον οι Διάδοχοι.
Βλέπεις, Σωτήρ, πώς να το κάνεις, δεν είναι όνομα, πράμα είναι, ιδιότητα, έρχεται ο άλλος, κι αυτός Σωτήρ σού λέει – Σῶτερ σῶσον ἡμάς. Και αναλαμβάνει εργασία και γίνεται ο κόσμος αλλιώς. Πράγμα που είναι ένα ζήτημα, ένας είναι ο κόσμος, πόσο αλλιώς μπορεί δηλαδή να γίνει – αλλά μην μπλέξουμε τώρα σε τέτοια κουβέντα, θα μας πιάσει στενοχώρια.
Ο Σωτήρης λοιπόν, και η Σωτηρία, και η Σώτια Τσώτου. Σύνορα η αγάπη δε γνωρίζει. Εμείς οι τρεις στον καφενέ, τσιγάρο πρέφα και καφέ. Της γειτονιάς μας ο τρελός, όλα ανάπδα τα βλέπει. Είναι μια μεριά να κάτσεις κι από κει να τον κοιτάς τον κόσμο – δεν είναι; Ταξίδευα, παιδί κι εγώ, μ’ ένα μεγάλο φορτηγό – κύμα μας φέρνει και μας πάει, απ’ το Σουέζ ώς τη Σαγκάη. Κι όλο μαλώναμε κι όλο βριζόμαστε, για τις πατρίδες μας – για τα ποστάλια μας. Μα όταν φουρτούνιαζε αγκαλιαζόμαστε. Κι ένας θεός, ο ίδιος θεός, στα παρακάλια μας.
Από ποια μεριά θα κάτσεις – από κει θα τα δεις. Σωτήρης ο Μουστάκας, Σωτηρία και η Μπέλλου. Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια, και με τον Τιτσιάνο του αυτός. Κι από κοντά ο Πέτρουλας κι ο Αλιέντε. Είδες πόσο ισπανικό παίζει; Κι ο Νταλί, με τα ρολόγια τα λιωμένα και τα όνειρά του, την Επιμονή της Μνήμης και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου. Και τη Μεταμόρφωσή του του Ναρκίσου. Που τον ερωτεύτηκε η Ηχώ κι απόμεινε ηχώ η φουκαριάρα, ήχος μόνος το μαράζι της, και πλάνταξε απ’ τη λύπη της κι η Νέμεσις και σού λέει στάσου να σου δείξω εγώ, παλιόπαιδο, και τον έβαλε να πάθει έρωτα με τον εαυτό του και ζημιά μεγάλη και κόλλημα, να τονε κοιτάει το καθρέφτισμα στα νερά και να μη μπορεί να ξελαμπικάρει – ώσπου απόειδε κι αυτός κι έγινε λουλούδι.
Ο Σώζων. Qui salvandos salvas gratis. Με τις μεταμορφώσεις του. Κι εκείνη τη μόνιμη υποψία ότι όλα είναι οβιδιακά – και πάντα κάτι θα ξεφεύγει. In nova fert animus mutatas dicere formas corpora. Για τα πράματα που γίναν νέα σώματα θα λέμε τέτοιες μέρες. Που στη σκιά τους και η Μορφούλα.
Ευμορφία που θα πει. Πανέμορφη, δηλαδή. Σιωπηλή και άγνωστη. Κόρη με λεφτά και όλοι αυτήνε θέλαν, αλλά εκείνη κανέναν δεν ήθελε, και την κυνηγήσαν, και κανένα δεν άκουγε – το γνωστό σενάριο, ώσπου στο τέλος τήνε κάναν κομματάκια κι άγιασε η κοπέλα. Μόρφω. Της Μεταμορφώσεως κι αυτή.
Της αγίας Μορφής. Ό,τι Μορφή κι αν πάρει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου