Ρολάρω λέμε σήμερα κι εννοούμε κυλώ. Και μάλιστα κυλώ ομαλά. Χωρίς τριβές. Συνήθως πάνω σε ρόδες, σε πατίνια – τσουλάω δηλαδή. Ένα αυτοκίνητο ρολάρει σβηστό στην κατηφορίτσα, και τα πατίνια λέγονται ρόλερς, απ’ τ’ αγγλικά, roll. Ρολάρω από τα ιταλικά, rollare. Και rouler γαλλικά, κυλίομαι, τσουλάω. Κι από κει και ο roulement, ο κυλιστής, που φροντίζει κάτι να τσουλάει ομαλά. Ένα στοιχείο μηχανής που στηρίζει έναν περιστρεφόμενο άξονα, έτσι που να ελαχιστοποιεί τις τριβές.
Κάποτε τέτοια δεν είχε. Απλώς ήταν όλα πηγμένα στο λίπος για να γλιστράνε. Εκεί φαινόταν ο καλός κατασκευαστής τότε: από το πόσο ομαλή κατάφερνε να κάνει την περιστροφή. Βέβαια το κόλπο το ξέραν οι Αιγύπτιοι που λίπαιναν ξύλινους κυλίνδρους και πάνω τους κυλούσαν τις πέτρες για να φτιάξουν τις πυραμίδες τους. Κι οι Έλληνες το ξέραν, κι οι Ρωμαίοι. Και το ’χε μελετήσει κι ο Ντα Βίντσι – σιγά που θα του ξέφευγε. Δεν ξέρουμε αν ποτέ έφτιαξε τέτοιο πράμα, αλλά στα σχέδιά του έχει αφήσει λεπτομερείς περιγραφές περιστρεφομένων στοιχείων για τέτοια λειτουργία.
Την πρώτη σχετική πατέντα την έβγαλε ο Φίλιπ Βόαν, και πώς μπορούσαν να τοποθετηθούν οι σιδερένιες μπίλιες μεταξύ τροχού και άξονα. Μπίλιες και λιπαντικό, και τριβή μηδέν. Ή σχεδόν. Βόαν. Ουαλλός. Το 1794. Κι ύστερα ήρθε η βιομηχανική επανάσταση και το κάναμε μόδα – βάλαμε ρουλεμάν και στα καρότσια των μωρών να τα πηγαίνουν οι μαμάδες βόλτα.
Αυτονόητο μας φαίνεται σήμερα. Σιγά, λες. Ένα πραματούλι να γυρίζουν τα πράματα μαλακά. Σιγά τα ωά. Αμ δε. Άμα βάλεις με τον νου σου πόσα πια είναι τα πράματα που ζυγίζουν τόνους ατέλειωτους και πρέπει να γυρνάνε και πολλές χιλιάδες στροφές το λεπτό, άει βρες τρόπο να το αντιμετωπίσεις το ζήτημα και να μη σταματήσει ο κόσμος να γυρίζει.
Οι αγγλόφωνοι το λένε μπέαρινγκ, αυτό που βαστάζει, που φορτώνεται την τριβή. Εμείς κάποιοι το λέμε και ένσφαιρο τριβέα ή σφαιροτριβέα. Καλά. Άμα συνεννοηθείς και κάνεις τη δουλειά σου, γράψε μου.
Καλύτερα πες το ελληνικά, ρε παιδί μου, τι θα πάθεις, όπως όλος ο κόσμος: ρουλεμάν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου