Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ξένοι



Ανοίγουμε τόσο συχνά κουβέντες με θέμα τις ξένες λέξεις. Άλλοτε με το ανοικτό μυαλό τού μελετητή, αλλά άλλοτε με την κατάφρακτη προκατάληψη του αμυνόμενου: κινδυνεύει η γλώσσα μας. Πολύ πρόσφατα, για παράδειγμα, αναρωτιόμασταν, και μάλιστα όχι χωρίς στενοχώρια, γιατί στα ελληνικά λέμε μπάτζετ και όχι προϋπολογισμός. Γιατί ντιμπέιτ και όχι συζήτηση. Και γιατί ένα ελληνικό κανάλι να ονομάζεται Σκάι. Αναρωτιόμασταν μάλιστα για το ενδεχόμενο, δια της χρήσης τέτοιων λέξεων να επιχειρείται να δηλωθεί η ξένη παιδεία του ομιλούντος – ίσως σπουδές στο εξωτερικό. Και αποκαλέσαμε τις λέξεις αυτές σπόντες.

Αναρωτήσεις εύλογες. Που όμως ανοίγουν τον ασκό να πετάξουν οι σκέψεις. Δηλαδή; Δεν χρησιμοποιούμε τα ελληνικά μας; Δεν τα χρησιμοποιούμε σωστά; Τα ξεχνάμε; Τ’ αφήνουμε στην άκρη; Και τι θα πει σπόντα; Το υπονοούμενο δεν είναι; Αλλά το να χρησιμοποιεί κανείς ξένες λέξεις για να δηλώσει γλωσσομάθεια, μάλλον ευθεία επίδειξη είναι, παρά υπονοούμενο. Αλλά είναι;

Και γιατί το μπάτζετ και το ντιμπέιτ είναι ξένες λέξεις; Μήπως, σωστότερα, ξένης καταγωγής; Προφανώς. Φρέσκες; Προφανώς. Αλλά ξένες; Από πού κι ως πού λέξεις που γράφονται ελληνικά, που τις καταλαβαίνουν και τις χρησιμοποιούν οι ελληνόφωνοι απανταχού, είναι ξένες; Μήπως θα ’πρεπε να το ξανασκεφτούμε; Και, για να ξεκινήσουμε: μήπως αντί για φρέσκες ήδη θα ’πρεπε να έχουμε πει  νεαρές; Μήπως θα πρέπει να προσέχουμε και να αναθεωρούμε κι ό,τι άλλο βρίσκουμε μπροστά μας; Κι ως πόσο πίσω θα πάει αυτή η αναθεώρηση; Δεν είναι ελληνικά η πόρτα, ο φούρνος κι ο Γιάννης; Είναι λιγότερο ξένο το χαράτσι από το ντιμπέιτ και γιατί; Λόγω παλαιότητας; Οπότε είμαστε εντάξει με τα παλαιότερα δάνεια αλλά όχι με τα φρέσκα; Τι ακριβώς γίνεται;

Σκεφτόμασταν το μπάτζετ. Που στα αγγλικά σημαίνει προϋπολογισμός. Και κράτους. Αλλά που στα ελληνικά δεν το χρησιμοποιούμε έτσι ποτέ. Δεν εννοούμε το οικονομικό πλάνο που καταρτίζει το αρμόδιο Υπουργείο για τη χώρα. Συνήθως χρησιμοποιούμε τον όρο για μικρότερα μεγέθη, και για να δηλώσουμε ποσό ή κύκλο δαπανών που έχει προβλεφθεί για έναν συγκεκριμένο σκοπό. Το μπάτζετ για μια δράση πολλές φορές είναι απλώς ο μέγιστος διαθέσιμος οικονομικός κύκλος για τη δράση αυτή. Τι μπάτζετ έχεις για διακοπές; Όρος που, επίσης πολλές φορές, δεν αναφέρεται ούτε στο πού θα βρεθούν τα χρήματα, πράγμα που θα ξεκαθάριζε ένας προϋπολογισμός. Μήπως πολλές φορές ο λόγος να λέμε μπάτζετ κι όχι προϋπολογισμός, είναι ότι με τη λέξη αυτή δηλώνουμε κάτι που ο προϋπολογισμός δηλώνει μόνο αν συνοδευτεί από ερμηνευτική εγκύκλιο;

Το ντιμπέιτ πάλι δεν εξοβελίζει την ελληνική συζήτηση. Ούτε η πολύ παλιότερη κουβέντα κατάφερε κάτι τέτοιο. Αν πούμε στον άνθρωπό μας ότι θέλουμε ένα ντιμπέιτ για κάποιο θέμα, μας βλέπω να στενοχωριόμαστε. Και δεν κάνουμε ποτέ ένα καλό ντιμπέιτ στην πολυκατοικία για θέματα διαχείρισης. Ντιμπέιτ, για την ώρα, λέμε κάτι πολύ συγκεκριμένο: αυτό που πιάνεις δύο ή περισσότερους που καίγονται για δημοσιότητα, συνήθως πολιτικούς, τους βάζεις μπροστά σε κάμερες, και τους ταράζεις στις προκλήσεις και τις παγίδες, πολλές φορές με δικαίωμα να τη λένε και ο ένας στον άλλον. Σκοπός; να παρακολουθεί το μακελειό το φιλοθεάμον κοινό ζωντανά, να βγάζει τα συμπεράσματά του, και ταυτοχρόνως να χρυσοπληρώνεται ο διαφημιστικός χρόνος. Αλλά πάντως, ντιμπέιτ και συζήτηση δεν έχουν ούτε τόση δα σχέση. Να το λέγαμε αρένα, πιο κοντά θα ήταν. Αλλά και πάλι ξένη λέξη είναι. Απλώς παλιότερη. Που μάλιστα θα πει άμμος. Μακελειό είπαμε; Μπα. Κι αυτή ξένη. Και θα πει σφαγή. Μπλέξαμε. Δε γυρνάμε καλύτερα στο ντιμπέιτ που είναι μια χαρά… ελληνικά και λέει ακριβώς αυτό που θέλουμε να πούμε;

Και γιατί μπορεί να είναι κακό να ονομάζεται ένα κανάλι Σκάι; Είναι μια αγγλική λέξη που σημαίνει ουρανός. Οι δημιουργοί τής επωνυμίας είναι βέβαιο ότι έλαβαν υπ’ όψη ότι πας ελληνόφωνος ξέρει τι θα πει σκάι. Κι αν δεν ξέρει από ποια γλώσσα έρχεται, πάντως ξέρει ότι είναι ουρανός στα… ξένα. Ξένα αλά ελληνικά. Όχι SKY αλλά ΣΚΑΪ. Και με λατινικούς χαρακτήρες, πάλι SKAI. Λαμπερό. Η πρόθεση είναι προφανής: να δοθεί σ’ ένα τηλεοπτικό κανάλι ένα όνομα ουρανού αλλά με άλλες συμπαραδηλώσεις. Ο ουρανός αλλιώς. Η λέξη σημαίνει ένα σωρό πράγματα για τους ελληνόφωνους – δεν υπήρχε περίπτωση οι επενδυτές να βάζαν τα ωραία τους λεφτά σε μια ακατανόητη επωνυμία. Σημαίνει μια τέτοια χρήση ότι μας τελειώσαν οι ελληνικές λέξεις; Όχι βέβαια. Μήπως ότι επιχειρούμε να τις τελειώσουμε; Ότι πάψαμε να τις προτιμούμε; Μπα. Λέμε κανάλι γιατί έχουμε τους λόγους μας, όχι γιατί ξεχάσαμε τον δίαυλο. Και κανένας δεν είναι τόσο κουτός να υποσχεθεί στην καλή του τον σκάι με τ’ άστρα. Τα παπούτσια στο χέρι θα λάβει.

Ας πάμε και στη σπόντα: τι ωραία αρχαία λέξη! Αρχαιότατη. Από τα λατινικά, sponda, το ενήλατο, και ενήλατον ξύλον. Λέξη που εικάζεται ότι συνδέεται με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bhendh-, δένω. Sponda λοιπόν ήταν η δεσιά του κρεβατιού, αυτό που κρατούσε το κρεβάτι όλο μαζί, με άλλα λόγια το κάθε δοκάρι από τα τέσσερα που σχημάτιζαν το κρεβάτι. Η ίδια ρίζα, το *bhendh-, έδωσε στα αγγλικά το bind, δένω, το bandage, τον επίδεσμο, αλλά και το band, τη μπάντα δηλαδή. Το μουσικό —και όχι μόνο— συγκρότημα, με την έννοια του προσδεδεμένου σχήματος, δηλαδή της ομάδας ανθρώπων που τους κρατά ενωμένους κάποιος σύνδεσμος.

Από τη δεσιά του κρεβατιού, συνεκδοχικά ονομάστηκε sponda και το ίδιο το κρεβάτι. Αλλά και το φέρετρο. Στο μεταξύ όμως η sponda είχε πάρει κι άλλο δρόμο, και σήμανε πλαίσιο, και γίνηκε και όχθη, la sponda sinistra del fiume, η αριστερή όχθη του ποταμού, αλλά και ακτή – la sponda del mare. Λέξη είναι. Ποιος θα τη σταματούσε. Η αστυνομία;

Κι ύστερα, πιστή στην καταγωγή της ως πλαισίου ή άκρης, επέστρεψε και ως το γύρω γύρω τού μπιλιάρδου. Αυτό το πλαίσιο που ορίζει το τραπέζι και λέγεται σπόντα, το ντυμένο με ελαστικό υλικό και τσόχα από τη μέσα μεριά, έτσι ώστε να επιτρέπει στη μπίλια να χτυπά επάνω του και να αλλάζει κατεύθυνση χωρίς να χάνει την ορμή της.

Οπότε έγινε και... μπιλαρδέζικα: καραμπόλα από σπόντα, λέμε. Τρεις ωραιότατες ελληνικές λέξεις στη σειρά. Δηλαδή στην ιδιόλεκτο του μπιλιάρδου, από σπόντα είναι η καραμπόλα που βγαίνει δια της —συνήθως υπολογισμένης— χρήσης της σπόντας, όπου κάποια από τις μπίλιες σε κάποια φάση της διαδρομής της κτυπά στο πλαίσιο του τραπεζιού, κάνει γκελ, και συνεχίζει τις προϋπολογισμένες συγκρούσεις. Προϋπολογισμένες, αλλά που δεν ανήκουν σε κάποιο μπάτζετ – να συνεννοούμαστε.

Θ’ αργούσε η σπόντα να στρογγυλοκαθίσει στα ελληνικά και να σημάνει υπονοούμενο; Όχι βέβαια. Πετάει, λέει, κάτι σπόντες δηλητήριο. Έμμεσες βολές. Δε σου τη λέει ευθέως, δε μπορείς να κάνεις μήνυση, αλλά ο νοών νοείτω. Βολές που πάνε στον προορισμό τους ενίοτε δημιουργώντας και την αναμενόμενη καραμπόλα, τουλάχιστον εκεί που χρειάζεται, από γκελ, όπως λέγαμε, δηλαδή από αναπήδηση. Ή μήπως από γκέλα, από αναποδιά; Άστο. Ας μείνουμε στη σπόντα που είναι μια χαρά ελληνικά και ξέρουμε τι λέμε. Γιατί μπορεί η σπόντα να παίξει και με την καλή έννοια: του ’ριξε κάτι σπόντες, μωρέ είναι αυτή μία, τσίμπησε αυτός, σε λίγο βγαίναν πια μαζί. Μην αιφνιδιαστείς αν σου ’ρθει και κάνα προσκλητήριο γάμου οσονούπω.

Σκεφθήκαμε να παραθέσουμε τις σκέψεις μας αυτές για συζήτηση. Και όχι για ντιμπέιτ. Είναι έτσι τα πράγματα; Δεν πρόκειται ούτε για την αρχή, ούτε για το τέλος του κόσμου. Δεν είναι η πρώτη φορά που αναρωτιόμαστε. Αλλά οι λέξεις δεν φαίνεται να ταξιδεύουν επειδή βαριούνται και δεν έχουν καλύτερη δουλειά να κάνουν. Το κάνουν μετά από... πρόσκληση. Γιατί εκεί που καταφθάνουν και εγκαθίστανται, κομίζουν κάτι νέο. Ακόμη κι όταν απλώς πρόκειται για αέρα κοπανιστό, και πάλι δημιουργούν έναν νέο νοητικό χώρο. Κάτι που προηγουμένως δεν υπήρχε. Αλλιώς δεν μακροημερεύουν. Μια λέξη έρχεται δανεική από έναν γλωσσικό χώρο σε έναν άλλον και παραμένει εκεί γιατί στο νέο της περιβάλλον δημιουργεί νέες συμπαραδηλώσεις. Που δεν υπήρχαν προηγουμένως. Το πάρτι δεν είναι γιορτή, ούτε συγκέντρωση, το κόρνερ δεν είναι γωνία, το γκαρσόν δεν είναι παιδί και το τέμπο δεν είναι χρόνος ούτε ρυθμός ούτε ταχύτητα. Το τζάμι δεν είναι ποτήρι.

Θα μπορούσε πριν δανειστούμε το καλσόν να έχουμε ανασκάψει την Αττική διάλεκτο και με τα υλικά να έχουμε κατασκευάσει μια λέξη που να σημαίνει το ίδιο; Πιθανόν. Αλλά και πάλι περί δανεισμού θα επρόκειτο. Εσωτερικού, αλλά δανεισμού. Μάλιστα με κίνδυνο περίπου 40% και πάλι να πέφταμε σε λέξεις ξένης καταγωγής ενσωματωμένες στη γλώσσα ήδη από κείνη την εποχή. Και με σκοπό; Να φυλάξουμε τη γλώσσα μας; Μπα. Παθαίνει η γλώσσα; Ξέρει αυτή. Έχει τους λόγους της. Και λέει τους μάρτυρες Ευστάθιους αλλά τους αυτοκράτορες Κωνσταντίνους. Έκαστος στο είδος του.

Άλλα του κήπου τα καλά, κι άλλα του παραδείσου.


-------------------------------

Πηγές: Κούβελας, Buck, Δημητράκος, Τριανταφυλλίδης, Ανδριώτης, Μπαμπινιώτηδες και πολύ... διαδίκτυο.







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.