Με δυο τρόπους γράφαν οι άνθρωποι κάποτε. Πολύ κάποτε. Παλιά. Ένας τρόπος ήταν σφηνοειδώς. Όπως το λέει και η λέξη. Σφηνούλες. Πίεζες μια αμβλεία καλαμένια γραφίδα πάνω σε φρέσκο πηλό κι ο πηλός βούλιαζε εκεί πέρα, και μετά πάλι και πάλι, ξαναπίεζες εσύ, λίγο πιο δω, λίγο πιο κει, σαν σφηνούλες μαζεμένες και σχηματιζόταν ένα συνολάκι – χαρακτήρα, θα το λέγαμε σήμερα. Μία, δύο, πολλές σφηνούλες, τόσες οριζόντιες ας πούμε, να και μια κάθετη και δυο λοξές, κι όλο μαζί κάτι σήμαινε αυτό, και πήγαινες παρακάτω, άντε πάλι μια σφηνούλα έτσι, μια άλλη αλλιώς, να και μια λοξή, νέος συνδυασμός, κι αυτό σήμαινε κάτι άλλο, και πάει λέγοντας. Κι άλλοι χαρακτήρες αντιπροσώπευαν έναν ήχο, κάτι σαν σημερινά γράμματα δηλαδή, άλλοι αντιπροσώπευαν συλλαβές, μπα, κου, τι, σύμφωνο και φωνήεν, κι άλλοι σήμαιναν μια έννοια ολόκληρη. Κάτι σαν ιδεογράμματα. Και κάποιοι τίποτε απ’ αυτά. Ήταν απλώς οδηγοί. Εξηγούσαν πώς στην ευχή να διαβάσεις αυτό που διάβασες. Πώς να το πάρεις.
Κι ο άλλος τρόπος ήταν ιερογλυφικώς. Κάτι παρόμοιο σαν λογική, αλλά με εικονίτσες και συμβολάκια. Που αντιπροσώπευαν έννοιες, κι ήταν και φωνογραφήματα, ενός, δύο και τριών ήχων: εδώ κύριε λέει α, εκεί λέει μν, κι εκεί νφρ. Κι εδώ, καλά τα διαβάζεις τα προηγούμενα, φωνητικώς ειπείν, αλλά εδώ αυτό το συμβολάκι σού λέει με ποια έννοια είναι γραμμένα αυτά τα προηγούμενα – με καταλαβαίνεις φαντάζομαι, έτσι δεν είναι;
Και μετά καταφθάσαν τα σημιτικά αλφάβητα. Που δεν ήταν αλφάβητα. Εδώ σε θέλω. Ήταν κατάλογοι συμφώνων. Αμπτζάντ τα λένε. Όπως αλφάβητο έρχεται από το άλφα και το βήτα, αμπτζάντ έρχεται από το άλιφ, το μπα, το τζιμ και το νταλ. Τα τέσσερα πρώτα. Βάλτα μαζί να δεις τι βγάνει. Αμπτζάντ. Και δεν έχει φωνήεντα. Τα συμπεραίνεις, άμα είσαι πολύ μάγκας και πολύ γραμματιζούμενος, και προφέρεις σωστά. Ή έχουν κάτι σημαδουλάκια να πορεύεσαι, να μη διαβάζεις άσχετα. Αλλιώς δεν ξέρεις τι λες, μεγάλε. Ακούγεται περίεργο, αλλά έτσι είναι οι γλώσσες αυτές. Δε θα μπούμε σε λεπτομέρειες τώρα, θα νυχτώσουμε, αλλά βασίζονται σε γκρουπ συμφώνων που συγκροτούν ρίζες, κι ανάλογα τι φωνήεντα θα χώσεις ανάμεσα, άλλη λέξη λες κάθε φορά, αλλά πάντα σχετική με τη ρίζα. Θες παράδειγμα; Από τη ριζούλα σλμ που σημαίνει γενικά κάτι σαν ειρήνη, ασφάλεια αλλά και υποταγή, παίρνεις σαλάμ αραβικά, σαλόμ εβρέικα, σαλίμ και τασλίμ, και παίρνεις και ισλάμ, και μουσουλμάνος. Είδες τι είναι ο άνθρωπος;
Κι επειδή σε βλέπω που ετοιμάζεσαι να την πεις την εξυπνάδα σου, όχι, δε θα πει δουλική υποταγή σε άνθρωπο. Θα πει αντιληπτικότητα. Θα πει αναγνώριση, πώς δουλεύει ο κόσμος, και υποταγή σ’ αυτό. Θα πει να μην ανταγωνίζεσαι την αλήθεια. Αυτό θα πει. Και να βρίσκεσαι εν ειρήνη. Γι’ αυτό απ’ την ίδια ρίζα βγαίνει και η ειρήνη και η ασφάλεια, και ο χαιρετισμός: σαλόμ. Ειρήνη.
Τέλος πάντων, θα χάσουμε τον ειρμό – για τα αμπτζάντ λέγαμε, κάτι πρωτοσιναϊτικά, κάτι φοινικικά —που τα τσιμπήσαν οι αρχαίοι ημών, τους κοτσάραν και φωνήεντα και τσουπ, άλλαξε ο από δω μεριά κόσμος—, αλλά και κάτι αραμαϊκά, και νάσου και τα εβρέικα, κοντά δέκατος αιώνας. Εμ βέβαια προ Χριστού, τι, περιμέναν οι Εβραίοι να ’ρθεί ο Χριστός για να γράψουν τις γραφές τους; Ιερά κείμενα, μιλάμε. Και επιγραφές, και όστρακα και σφραγίδες, ο Πάπυρος της Ιερουσαλήμ, μιλάμε πολύ σοβαρά πράματα εδωπέρα.
Όχι βρε, μη στενοχωριέσαι. Μην το παίρνεις έτσι. Τι δηλαδή, μόνο ιερά κείμενα γράφεις στα εβρέικα; Όχι βέβαια, Ό,τι να ’ναι γράφεις. Όπως όλος ο κόσμος. Ανί οχέβ οτάχ μάγια. Έτσι γράφει εδώ. Ουδόλως αρχαίον, ουδόλως ιερόν. Ανί οχέβ οτάχ μάγια. Ξέρεις, μ’ εκείνο το χου το δασύ το εβρέικο, στην πίσω μεριά που σχηματίζεται, λες και προσπαθείς να καθαρίσεις τον λαιμό σου. Ανί οχέβ οτάχ μάγια.
Σ’ αγαπάω, Μάγια.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου